헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βεμβικίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βεμβικίζω

형태분석: βεμβικίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: be/mbic

  1. to set a spinning

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βεμβικίζω

βεμβικίζεις

βεμβικίζει

쌍수 βεμβικίζετον

βεμβικίζετον

복수 βεμβικίζομεν

βεμβικίζετε

βεμβικίζουσιν*

접속법단수 βεμβικίζω

βεμβικίζῃς

βεμβικίζῃ

쌍수 βεμβικίζητον

βεμβικίζητον

복수 βεμβικίζωμεν

βεμβικίζητε

βεμβικίζωσιν*

기원법단수 βεμβικίζοιμι

βεμβικίζοις

βεμβικίζοι

쌍수 βεμβικίζοιτον

βεμβικιζοίτην

복수 βεμβικίζοιμεν

βεμβικίζοιτε

βεμβικίζοιεν

명령법단수 βεμβίκιζε

βεμβικιζέτω

쌍수 βεμβικίζετον

βεμβικιζέτων

복수 βεμβικίζετε

βεμβικιζόντων, βεμβικιζέτωσαν

부정사 βεμβικίζειν

분사 남성여성중성
βεμβικιζων

βεμβικιζοντος

βεμβικιζουσα

βεμβικιζουσης

βεμβικιζον

βεμβικιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βεμβικίζομαι

βεμβικίζει, βεμβικίζῃ

βεμβικίζεται

쌍수 βεμβικίζεσθον

βεμβικίζεσθον

복수 βεμβικιζόμεθα

βεμβικίζεσθε

βεμβικίζονται

접속법단수 βεμβικίζωμαι

βεμβικίζῃ

βεμβικίζηται

쌍수 βεμβικίζησθον

βεμβικίζησθον

복수 βεμβικιζώμεθα

βεμβικίζησθε

βεμβικίζωνται

기원법단수 βεμβικιζοίμην

βεμβικίζοιο

βεμβικίζοιτο

쌍수 βεμβικίζοισθον

βεμβικιζοίσθην

복수 βεμβικιζοίμεθα

βεμβικίζοισθε

βεμβικίζοιντο

명령법단수 βεμβικίζου

βεμβικιζέσθω

쌍수 βεμβικίζεσθον

βεμβικιζέσθων

복수 βεμβικίζεσθε

βεμβικιζέσθων, βεμβικιζέσθωσαν

부정사 βεμβικίζεσθαι

분사 남성여성중성
βεμβικιζομενος

βεμβικιζομενου

βεμβικιζομενη

βεμβικιζομενης

βεμβικιζομενον

βεμβικιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to set a spinning

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION