Ancient Greek-English Dictionary Language

βελόνη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βελόνη βελόνης

Structure: βελον (Stem) + η (Ending)

Etym.: be/los

Sense

  1. needle
  2. pipefish
  3. garfish

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οἱο͂ν εὐθύσ, ἡ ἁλκυὼν κύουσα τὴν νεοττιὰν συντίθησι, συλλαμβάνουσα τὰσ ἀκάνθασ τῆσ θαλαττίασ βελόνησ καὶ ταύτασ δι’ ἀλλήλων ἐγκαταπλέκουσα καὶ συνείρουσα , τὸ ; (Plutarch, De amore prolis, section 2 2:3)
  • εὐθύσ, ἡ ἁλκυὼν κύουσα τὴν νεοττιὰν συντίθησι, συλλαμβάνουσα τὰσ ἀκάνθασ τῆσ θαλαττίασ βελόνησ καὶ ταύτασ δι’ ἀλλήλων ἐγκαταπλέκουσα καὶ συνείρουσα, τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲσ ὡσ ἁλιευτικοῦ κύρτου καὶ πρόμηκεσ ἀπεργάζεται· (Plutarch, De amore prolis, section 2 7:1)
  • εὐκοπώτερον γάρ ἐστιν κάμηλον διὰ τρήματοσ βελόνησ εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰσ τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελθεῖν. (, chapter 14 174:1)

Synonyms

  1. needle

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION