Ancient Greek-English Dictionary Language

βελόνη

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βελόνη βελόνης

Structure: βελον (Stem) + η (Ending)

Etym.: be/los

Sense

  1. needle
  2. pipefish
  3. garfish

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • θρᾷττα, χελιδών, καρίσ, τευθίσ, ψῆττα, δρακαινίσ, πουλυπόδειον, ὁ σηπία, ὀρφώσ, 6 κάραβοσ , ἔσχαροσ, ἀφύαι, βελόναι, κεστρεύσ, σκορπίοσ, ἔγχελυσ, ἄρκτοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 67 4:1)
  • Ἔφιπποσ δ’ ἐν Κύδωνι πολλῶν καὶ ἄλλων ἰχθύων κατάλογον ποιούμενοσ καὶ τοῦ σαύρου μνημονεύει διὰ τούτων θύννου τεμάχη, γλάνιδοσ, γαλεοῦ, ῥίνησ, γόγγρου, κεφάλου, πέρκησ, σαῦροσ, φυκίσ, βρίγκοσ, τρίγλη, κόκκυξ, φάγροσ, μύλλοσ, λεβίασ, σπάροσ, αἰολίασ, θρᾷττα, χελιδών, καρίσ, τευθίσ, ψῆττα, δρακαινίσ, πουλυπόδειον, σηπία, ὀρφώσ, κωβιόσ, ἀφύαι, βελόναι, κεστρεῖσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 120 1:5)

Synonyms

  1. needle

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION