헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βάσταγμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βάσταγμα

형태분석: βασταγματ (어간)

어원: from basta/zw

  1. 부담, 짐, 의무
  1. that which is borne, a burden

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βάσταγμα

부담이

βαστάγματε

부담들이

βαστάγματα

부담들이

속격 βαστάγματος

부담의

βασταγμάτοιν

부담들의

βασταγμάτων

부담들의

여격 βαστάγματι

부담에게

βασταγμάτοιν

부담들에게

βαστάγμασιν*

부담들에게

대격 βάσταγμα

부담을

βαστάγματε

부담들을

βαστάγματα

부담들을

호격 βάσταγμα

부담아

βαστάγματε

부담들아

βαστάγματα

부담들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ. ἐὰν μὲν διαβῇσ μετ’ ἐμοῦ, καὶ ἔσῃ ἐπ’ ἐμὲ εἰσ βάσταγμα. (Septuagint, Liber II Samuelis 15:33)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 15:33)

  • Ἐν ταῖσ ἡμέραισ ἐκείναισ εἶδον ἐν Ἰούδᾳ πατοῦντασ ληνοὺσ ἐν τῷ σαββάτῳ καὶ φέροντασ δράγματα καὶ ἐπιγεμίζοντασ ἐπὶ τοὺσ ὄνουσ καὶ οἶνον καὶ σταφυλὴν καὶ σῦκα καὶ πᾶν βάσταγμα καὶ φέροντασ εἰσ Ἱερουσαλὴμ ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. καὶ ἐπεμαρτυράμην ἐν ἡμέρᾳ πράσεωσ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Nehemiae 13:15)

    (70인역 성경, 느헤미야기 13:15)

  • καὶ ἐγένετο ἡνίκα κατέστησαν πύλαι ἐν Ἱερουσαλὴμ πρὸ τοῦ σαββάτου, καὶ εἶπα καὶ ἔκλεισαν τὰσ πύλασ, καὶ εἶπα ὥστε μὴ ἀνοιγῆναι αὐτὰσ ἕωσ ὀπίσω τοῦ σαββάτου. καὶ ἐκ τῶν παιδαρίων μου ἔστησα ἐπὶ τὰσ πύλασ, ὥστε μὴ αἴρειν βαστάγματα ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. (Septuagint, Liber Nehemiae 13:19)

    (70인역 성경, 느헤미야기 13:19)

  • τάδε λέγει Κύριοσ. φυλάσσεσθε τὰσ ψυχὰσ ὑμῶν καὶ μὴ αἴρετε βαστάγματα ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ μὴ ἐκπορεύεσθε ταῖσ πύλαισ Ἱερουσαλὴμ (Septuagint, Liber Ieremiae 17:17)

    (70인역 성경, 예레미야서 17:17)

  • καὶ μὴ ἐκφέρετε βαστάγματα ἐξ οἰκιῶν ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ πᾶν ἔργον οὐ ποιήσετε. ἁγιάσατε τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων, καθὼσ ἐνετειλάμην τοῖσ πατράσιν ὑμῶν, καὶ οὐκ ἤκουσαν καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖσ αὐτῶν (Septuagint, Liber Ieremiae 17:18)

    (70인역 성경, 예레미야서 17:18)

  • δεινὸν μὲν ἦν βάσταγμα κᾀσχύνην ἔχον. (Euripides, Suppliants, episode 2:31)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 2:31)

  • θιγεῖν ἀλλ’ ἀφῆκεν, οὕτω τὸν κόλακα τοῖσ τοῦ φίλου σκευοποιούμενον καὶ ἀναπλαττόμενον ἐπισήμοισ καὶ συμβόλοισ μόνην τὴν παρρησίαν ὥσπερ ἐξαίρετον βάσταγμα φιλίασ βριθὺ μέγα στιβαρὸν καταλείπειν ἄθικτον καὶ ἀμίμητον. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 17 1:1)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 17 1:1)

  • θώρακα μὲν γὰρ ἐνεδέδυτο σταθμὸν ἄγοντα πέντε χιλιάδασ σίκλων, κόρυθα δὲ καὶ κνημῖδασ χαλκέασ ὁποίασ εἰκὸσ ἦν ἀνδρὸσ οὕτω παραδόξου τὸ μέγεθοσ σκεπάσαι μέρη, δόρυ δὲ ἦν οὐ κοῦφον βάσταγμα δεξιᾶσ, ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτὸ αἴρων ἔφερεν, εἶχε δὲ καὶ λόγχην ἑξακοσίων σίκλων, εἵποντο δὲ πολλοὶ βαστάζοντεσ τὰ ὅπλα· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 219:5)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 6 219:5)

유의어

  1. 부담

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION