고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀσυγκόμιστος ἀσυγκόμιστη ἀσυγκόμιστον
Structure: ἀ (Prefix) + συγκομιστ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀσυγκόμιστος | ἀσυγκόμίστη | ἀσυγκόμιστον |
Genitive | ἀσυγκομίστου | ἀσυγκόμίστης | ἀσυγκομίστου | |
Dative | ἀσυγκομίστῳ | ἀσυγκόμίστῃ | ἀσυγκομίστῳ | |
Accusative | ἀσυγκόμιστον | ἀσυγκόμίστην | ἀσυγκόμιστον | |
Vocative | ἀσυγκόμιστε | ἀσυγκόμίστη | ἀσυγκόμιστον | |
Dual | N/A/V | ἀσυγκομίστω | ἀσυγκόμίστᾱ | ἀσυγκομίστω |
G/D | ἀσυγκομίστοιν | ἀσυγκόμίσταιν | ἀσυγκομίστοιν | |
Plural | Nominative | ἀσυγκόμιστοι | ἀσυγκό́μισται | ἀσυγκόμιστα |
Genitive | ἀσυγκομίστων | ἀσυγκόμιστῶν | ἀσυγκομίστων | |
Dative | ἀσυγκομίστοις | ἀσυγκόμίσταις | ἀσυγκομίστοις | |
Accusative | ἀσυγκομίστους | ἀσυγκόμίστᾱς | ἀσυγκόμιστα | |
Vocative | ἀσυγκόμιστοι | ἀσυγκό́μισται | ἀσυγκόμιστα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀσυγκόμιστος ἀσυγκομίστου | ἀσυγκομιστότερος ἀσυγκομιστοτέρου | ἀσυγκομιστότατος ἀσυγκομιστοτάτου |
Adverb | ἀσυγκομίστως | ἀσυγκομιστότερον | ἀσυγκομιστότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기