ἀστεροπή?
Adjective;
Transliteration: asteropē
Principal Part:
ἀστεροπή
Etym.: α euphon. , στεροπή
- ἐπὶ δ ἱππείου θόρε δίφρου, εἴκελος ἀστεροπῇ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο, κοῦφα βιβάς: (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 29:3)
- οἱ δὲ κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες ταρφέες: (Hesiod, Theogony, Book Th. 67:3)
- εἴκελος ἀστεροπῇ καὶ τὸ ἴκελος . (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 308)
- εἰς τὸν αὐτόν Καισαρέων μέγ ἀείσμα, φαάντατε ὦ Βασίλειε, βροντὴ σεῖο λόγος, ἀστεροπὴ δὲ βίος: (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 91)
- εἰς τὸν αὐτόν Ἀστεροπὴ Χριστοῖο μεγακλέος, ἑρ´κος ἄριστον ἠιθέων, ζωῆς ἡνίοχ ἡμετέρης, μνώεο Γρηγορίοιο, τὸν ἔπλασας ἤθεσι κεδνοῖς, ἦν ὅτε ἦν, ἀρετῆς κοίρανε Καρτέριε. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 1431)