Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀσαρκής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀσαρκής ἀσαρκές

Structure: ἀσαρκη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: sa/rc

Sense

  1. not fleshly, spiritual

Examples

  • Ὁκόταν δὲ ὁ πυρετὸσ λήγῃ, τοὐναντίον οἱ πόδεσ θερμότεροι γίγνονται τοῦ ἄλλου σώματοσ‧ αὔξεται μὲν γὰρ ψύχων τοὺσ πόδασ, ἐξαπτόμενοσ ἐκ τοῦ θώρηκοσ, ἐσ τὴν κεφαλὴν ἀναπέμπων τὴν φλόγα‧ ξυνδεδραμηκότοσ δὲ ἅλεσ τοῦ θερμοῦ ἅπαντοσ ἄνω, καὶ ἀναθυμιωμένου ἐσ τὴν κεφαλὴν, εἰκότωσ οἱ πόδεσ ψυχροὶ γίγνονται, ἄσαρκεσ καὶ νευρώδεεσ φύσει ἐόντεσ‧ ἔτι δὲ πουλὺ ἀπέχοντεσ τῶν θερμοτάτων τόπων ψύχονται, ξυναθροιζομένου τοῦ θερμοῦ ἐσ τὸν θώρηκα‧ καὶ πάλιν ἀνάλογον, λυομένου τοῦ πυρετοῦ καὶ κατακερματιζομένου, ἐσ τοὺσ πόδασ καταβαίνει‧ κατὰ δὲ τὸν χρόνον τοῦτον ἡ κεφαλὴ καὶ ὁ θώρηξ κατέψυκται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 7.7)

Synonyms

  1. not fleshly

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION