Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποσμικρύνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀποσμικρύνω

Structure: ἀποσμικρύν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to diminish

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποσμικρύνω ἀποσμικρύνεις ἀποσμικρύνει
Dual ἀποσμικρύνετον ἀποσμικρύνετον
Plural ἀποσμικρύνομεν ἀποσμικρύνετε ἀποσμικρύνουσιν*
SubjunctiveSingular ἀποσμικρύνω ἀποσμικρύνῃς ἀποσμικρύνῃ
Dual ἀποσμικρύνητον ἀποσμικρύνητον
Plural ἀποσμικρύνωμεν ἀποσμικρύνητε ἀποσμικρύνωσιν*
OptativeSingular ἀποσμικρύνοιμι ἀποσμικρύνοις ἀποσμικρύνοι
Dual ἀποσμικρύνοιτον ἀποσμικρυνοίτην
Plural ἀποσμικρύνοιμεν ἀποσμικρύνοιτε ἀποσμικρύνοιεν
ImperativeSingular ἀποσμίκρυνε ἀποσμικρυνέτω
Dual ἀποσμικρύνετον ἀποσμικρυνέτων
Plural ἀποσμικρύνετε ἀποσμικρυνόντων, ἀποσμικρυνέτωσαν
Infinitive ἀποσμικρύνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποσμικρυνων ἀποσμικρυνοντος ἀποσμικρυνουσα ἀποσμικρυνουσης ἀποσμικρυνον ἀποσμικρυνοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποσμικρύνομαι ἀποσμικρύνει, ἀποσμικρύνῃ ἀποσμικρύνεται
Dual ἀποσμικρύνεσθον ἀποσμικρύνεσθον
Plural ἀποσμικρυνόμεθα ἀποσμικρύνεσθε ἀποσμικρύνονται
SubjunctiveSingular ἀποσμικρύνωμαι ἀποσμικρύνῃ ἀποσμικρύνηται
Dual ἀποσμικρύνησθον ἀποσμικρύνησθον
Plural ἀποσμικρυνώμεθα ἀποσμικρύνησθε ἀποσμικρύνωνται
OptativeSingular ἀποσμικρυνοίμην ἀποσμικρύνοιο ἀποσμικρύνοιτο
Dual ἀποσμικρύνοισθον ἀποσμικρυνοίσθην
Plural ἀποσμικρυνοίμεθα ἀποσμικρύνοισθε ἀποσμικρύνοιντο
ImperativeSingular ἀποσμικρύνου ἀποσμικρυνέσθω
Dual ἀποσμικρύνεσθον ἀποσμικρυνέσθων
Plural ἀποσμικρύνεσθε ἀποσμικρυνέσθων, ἀποσμικρυνέσθωσαν
Infinitive ἀποσμικρύνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποσμικρυνομενος ἀποσμικρυνομενου ἀποσμικρυνομενη ἀποσμικρυνομενης ἀποσμικρυνομενον ἀποσμικρυνομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to diminish

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION