Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποσφάλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀποσφάλλω

Structure: ἀπο (Prefix) + σφάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to lead astray, drive away, to baulk, of
  2. to be baulked or disappointed of, to be deprived of, to fail in reaching, to be missing or lost

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποσφάλλω ἀποσφάλλεις ἀποσφάλλει
Dual ἀποσφάλλετον ἀποσφάλλετον
Plural ἀποσφάλλομεν ἀποσφάλλετε ἀποσφάλλουσιν*
SubjunctiveSingular ἀποσφάλλω ἀποσφάλλῃς ἀποσφάλλῃ
Dual ἀποσφάλλητον ἀποσφάλλητον
Plural ἀποσφάλλωμεν ἀποσφάλλητε ἀποσφάλλωσιν*
OptativeSingular ἀποσφάλλοιμι ἀποσφάλλοις ἀποσφάλλοι
Dual ἀποσφάλλοιτον ἀποσφαλλοίτην
Plural ἀποσφάλλοιμεν ἀποσφάλλοιτε ἀποσφάλλοιεν
ImperativeSingular ἀποσφάλλε ἀποσφαλλέτω
Dual ἀποσφάλλετον ἀποσφαλλέτων
Plural ἀποσφάλλετε ἀποσφαλλόντων, ἀποσφαλλέτωσαν
Infinitive ἀποσφάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποσφαλλων ἀποσφαλλοντος ἀποσφαλλουσα ἀποσφαλλουσης ἀποσφαλλον ἀποσφαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποσφάλλομαι ἀποσφάλλει, ἀποσφάλλῃ ἀποσφάλλεται
Dual ἀποσφάλλεσθον ἀποσφάλλεσθον
Plural ἀποσφαλλόμεθα ἀποσφάλλεσθε ἀποσφάλλονται
SubjunctiveSingular ἀποσφάλλωμαι ἀποσφάλλῃ ἀποσφάλληται
Dual ἀποσφάλλησθον ἀποσφάλλησθον
Plural ἀποσφαλλώμεθα ἀποσφάλλησθε ἀποσφάλλωνται
OptativeSingular ἀποσφαλλοίμην ἀποσφάλλοιο ἀποσφάλλοιτο
Dual ἀποσφάλλοισθον ἀποσφαλλοίσθην
Plural ἀποσφαλλοίμεθα ἀποσφάλλοισθε ἀποσφάλλοιντο
ImperativeSingular ἀποσφάλλου ἀποσφαλλέσθω
Dual ἀποσφάλλεσθον ἀποσφαλλέσθων
Plural ἀποσφάλλεσθε ἀποσφαλλέσθων, ἀποσφαλλέσθωσαν
Infinitive ἀποσφάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποσφαλλομενος ἀποσφαλλομενου ἀποσφαλλομενη ἀποσφαλλομενης ἀποσφαλλομενον ἀποσφαλλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • δεῖ γάρ, οἶμαι, τοὺσ συγγραφεῖσ ἐν μὲν τοῖσ ἀγνοήμασι τυγχάνειν συγγνώμησ, ὡσ ἂν ἀνθρώπουσ ὄντασ καὶ τῆσ ἐν τοῖσ παροιχομένοισ χρόνοισ ἀληθείασ οὔσησ δυσευρέτου, τοὺσ μέντοι γε κατὰ προαίρεσιν οὐ τυγχάνοντασ τοῦ ἀκριβοῦσ προσηκόντωσ κατηγορίασ τυγχάνειν, ὅταν κολακεύοντέσ τινασ ἢ δι’ ἔχθραν πικρότερον προσβάλλοντεσ ἀποσφάλλωνται τῆσ ἀληθείασ. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 90 8:1)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION