헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποθήκη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποθήκη ἀποθήκης

형태분석: ἀποθηκ (어간) + η (어미)

어원: a)poti/qhmi

  1. 창고, 저장소, 저장고
  1. repository, storehouse

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀποθήκη

창고가

ἀποθήκᾱ

창고들이

ἀποθῆκαι

창고들이

속격 ἀποθήκης

창고의

ἀποθήκαιν

창고들의

ἀποθηκῶν

창고들의

여격 ἀποθήκῃ

창고에게

ἀποθήκαιν

창고들에게

ἀποθήκαις

창고들에게

대격 ἀποθήκην

창고를

ἀποθήκᾱ

창고들을

ἀποθήκᾱς

창고들을

호격 ἀποθήκη

창고야

ἀποθήκᾱ

창고들아

ἀποθῆκαι

창고들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπε δὲ Μωυσῆσ πρὸσ αὐτούσ. οὐ τοῦτο τὸ ρῆμά ἐστιν, ὃ ἐλάλησε Κύριοσ̣ σάββατα ἀνάπαυσισ ἁγία τῷ Κυρίῳ αὔριον. ὅσα ἐὰν πέσσητε, πέσσετε, καὶ ὅσα ἐὰν ἕψητε, ἕψετε. καὶ πᾶν τὸ πλεονάζον καταλείπετε αὐτὸ εἰσ ἀποθήκην εἰσ τὸ πρωί̈. (Septuagint, Liber Exodus 16:23)

    (70인역 성경, 탈출기 16:23)

  • εἶπε δὲ Μωυσῆσ. τοῦτο τὸ ρῆμα, ὃ συνέταξε Κύριοσ. πλήσατε τὸ γομὸρ τοῦ μὰν εἰσ ἀποθήκην εἰσ τὰσ γενεὰσ ὑμῶν, ἵνα ἴδωσι τὸν ἄρτον, ὃν ἐφάγετε ὑμεῖσ ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὡσ ἐξήγαγεν ὑμᾶσ Κύριοσ ἐκ γῆσ Αἰγύπτου. (Septuagint, Liber Exodus 16:32)

    (70인역 성경, 탈출기 16:32)

  • ἂν γάρ, ὥσπερ ὁ Σιμωνίδησ ἔλεγε τὰσ κιβωτοὺσ ἀνοίγων διὰ χρόνου τὴν μὲν τῶν μισθῶν ἀεὶ μεστὴν τὴν δὲ τῶν χαρίτων εὑρίσκειν κενήν, οὕτωσ τισ τῆσ πολυπραγμοσύνησ τὴν ἀποθήκην ἀνοίγῃ διὰ χρόνου καὶ κατασκέπτηται πολλῶν ἀχρήστων καὶ ματαίων καὶ ἀτερπῶν γέμουσαν, ἴσωσ ἂν αὐτῷ τὸ πρᾶγμα προσταίη, φανὲν ἀηδὲσ παντάπασι καὶ φλυαρῶδεσ. (Plutarch, De curiositate, section 10 1:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 10 1:1)

  • ἄν τισ τῆσ πολυπραγμοσύνησ τὴν ἀποθήκην ἀνοίγῃ διὰ χρόνου καὶ κατασκέπτηται πολλῶν ἀχρήστων καὶ ματαίων καὶ ἀτερπῶν γέμουσαν, ἴσωσ ἂν αὐτῷ τὸ πρᾶγμα προσσταίη, φανὲν ἀηδὲσ παντάπασι καὶ φλυαρῶδεσ. (Plutarch, De curiositate, section 10 2:1)

    (플루타르코스, De curiositate, section 10 2:1)

  • οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰσ τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. (, chapter 1 110:1)

    (, chapter 1 110:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION