Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποπάλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀποπάλλω

Structure: ἀπο (Prefix) + πάλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to hurl, to rebound

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποπάλλω ἀποπάλλεις ἀποπάλλει
Dual ἀποπάλλετον ἀποπάλλετον
Plural ἀποπάλλομεν ἀποπάλλετε ἀποπάλλουσιν*
SubjunctiveSingular ἀποπάλλω ἀποπάλλῃς ἀποπάλλῃ
Dual ἀποπάλλητον ἀποπάλλητον
Plural ἀποπάλλωμεν ἀποπάλλητε ἀποπάλλωσιν*
OptativeSingular ἀποπάλλοιμι ἀποπάλλοις ἀποπάλλοι
Dual ἀποπάλλοιτον ἀποπαλλοίτην
Plural ἀποπάλλοιμεν ἀποπάλλοιτε ἀποπάλλοιεν
ImperativeSingular ἀποπάλλε ἀποπαλλέτω
Dual ἀποπάλλετον ἀποπαλλέτων
Plural ἀποπάλλετε ἀποπαλλόντων, ἀποπαλλέτωσαν
Infinitive ἀποπάλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποπαλλων ἀποπαλλοντος ἀποπαλλουσα ἀποπαλλουσης ἀποπαλλον ἀποπαλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποπάλλομαι ἀποπάλλει, ἀποπάλλῃ ἀποπάλλεται
Dual ἀποπάλλεσθον ἀποπάλλεσθον
Plural ἀποπαλλόμεθα ἀποπάλλεσθε ἀποπάλλονται
SubjunctiveSingular ἀποπάλλωμαι ἀποπάλλῃ ἀποπάλληται
Dual ἀποπάλλησθον ἀποπάλλησθον
Plural ἀποπαλλώμεθα ἀποπάλλησθε ἀποπάλλωνται
OptativeSingular ἀποπαλλοίμην ἀποπάλλοιο ἀποπάλλοιτο
Dual ἀποπάλλοισθον ἀποπαλλοίσθην
Plural ἀποπαλλοίμεθα ἀποπάλλοισθε ἀποπάλλοιντο
ImperativeSingular ἀποπάλλου ἀποπαλλέσθω
Dual ἀποπάλλεσθον ἀποπαλλέσθων
Plural ἀποπάλλεσθε ἀποπαλλέσθων, ἀποπαλλέσθωσαν
Infinitive ἀποπάλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποπαλλομενος ἀποπαλλομενου ἀποπαλλομενη ἀποπαλλομενης ἀποπαλλομενον ἀποπαλλομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • εἶτα μικρὸν μικρῷ, κινούμενον κινουμένῳ περιπλακὲν οὐκ εὐθὺσ ἀποπάλλεται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1434)
  • εἰ μὲν γὰρ ἀποπάλλεται, πῶσ εἰσ τὸ τρίτον ὠκέωσ διεξέρχεται; (Galen, On the Natural Faculties., , section 1445)
  • εἰ δ’ οὐκ ἀποπάλλεται, πῶσ κρεμάννυται τὸ δεύτερον ἐκ τοῦ πρώτου; (Galen, On the Natural Faculties., , section 1446)

Synonyms

  1. to hurl

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION