ἀποπάλλω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀποπάλλω
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
πάλλ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to hurl, to rebound
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ γάρ ἐστιν ἡ Βαβυλωνία σφόδρα πυρώδησ, ὥστε τὰσ μὲν κριθὰσ χαμόθεν ἐκπηδᾶν καὶ ἀποπάλλεσθαι πολλάκισ, οἱο͂ν ὑπὸ φλεγμονῆσ τῶν τόπων σφυγμοὺσ ἐχόντων, τοὺσ δὲ ἀνθρώπουσ ἐν τοῖσ καύμασιν ἐπ’ ἀσκῶν πεπληρωμένων ὕδατοσ καθεύδειν. (Plutarch, Alexander, chapter 35 7:1)
- ἢ δηλαδὴ τῶν ἀπορρεόντων τῆσ λίθου μορίων ἔνια μὲν προσκρούσαντα τῷ σιδήρῳ πάλιν ἀποπάλλεσθαι καὶ ταῦτα μὲν εἶναι, δι’ ὧν κρεμάννυσθαι συμβαίνει τὸν σίδηρον, τὰ δ’ εἰσ αὐτὸν εἰσδυόμενα διὰ τῶν κενῶν πόρων διεξέρχεσθαι τάχιστα κἄπειτα τῷ παρακειμένῳ σιδήρῳ προσκρούοντα μήτ’ ἐκεῖνον διαδῦναι δύνασθαι, καίτοι τόν γε πρῶτον διαδύντα, παλινδρομοῦντα δ’ αὖθισ ἐπὶ τὸν πρότερον ἑτέρασ αὖθισ ἐργάζεσθαι ταῖσ προτέραισ ὁμοίασ περιπλοκάσ; (Galen, On the Natural Faculties., , section 1420)
- καὶ τούτου μᾶλλον ἔτι, πῶσ, ἵνα τὸ δεύτερον σιδήριον συναφθῇ τῷ πρώτῳ καὶ τῷ δευτέρῳ τὸ τρίτον κἀκείνῳ τὸ τέταρτον, ἅμα μὲν διεξέρχεσθαι χρὴ τοὺσ πόρουσ ταυτὶ τὰ σμικρὰ καὶ ληρώδη ψήγματα, ἅμα δ’ ἀποπάλλεσθαι τοῦ μετ’ αὐτὸ τεταγμένου, καίτοι κατὰ πᾶν ὁμοίου τὴν φύσιν ὑπάρχοντοσ. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1442)
- οὐδὲ γὰρ ἡ τοιαύτη πάλιν ὑπόθεσισ ἄτολμοσ, ἀλλ’, εἰ χρὴ τἀληθὲσ εἰπεῖν, μακρῷ τῶν ἔμπροσθεν ἀναισχυντοτέρα, πέντε σιδηρίων ὁμοίων ἀλλήλοισ ἐφεξῆσ τεταγμένων διὰ τοῦ πρώτου διαδυόμενα Ῥᾳδίωσ τῆσ λίθου τὰ μόρια κατὰ τὸ δὲύτερον ἀποπάλλεσθαι καὶ μὴ διὰ τούτου κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἑτοίμωσ διεξέρχεσθαι. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1443)
- τούσ τε διᾴττοντασ οἱο͂ν σπινθῆρασ ἀπὸ τοῦ ἀέροσ ἀποπάλλεσθαι. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. g'. ANACAGORAS 4:4)
Derived
- ἀναπάλλω (to swing to and fro, having poised and drawn back, to set in motion)
- διαπάλλω (to distribute by lot)
- ἐκκαταπάλλομαι (to leap down from)
- ἐκπάλλω (to shake out, to spurt out from)
- ἐπιπάλλω (to brandish at or against)
- πάλλω (to poise or sway a missile before it is thrown, to swing or dash oneself)