헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπολύτρωσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπολύτρωσις

형태분석: ἀπολυτρωσι (어간) + ς (어미)

어원: from a)polutro/w

  1. a ransoming, redemption by payment of ransom

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν μὴ εὐαρεστήσῃ τῷ κυρίῳ αὐτῆσ ἣν αὐτῷ καθωμολογήσατο, ἀπολυτρώσει αὐτήν. ἔθνει δὲ ἀλλοτρίῳ οὐ κύριόσ ἐστι πωλεῖν αὐτήν, ὅτι ἠθέτησεν ἐν αὐτῇ. (Septuagint, Liber Exodus 21:8)

    (70인역 성경, 탈출기 21:8)

  • αὐλοὶ δὲ καὶ ψαλμοὶ καὶ μέθαι παρὰ πᾶσαν ἀκτὴν καὶ σωμάτων ἡγεμονικῶν ἁρπαγαὶ καὶ πόλεων αἰχμαλώτων ἀπολυτρώσεισ ὄνειδοσ ἦσαν τῆσ Ῥωμαίων ἡγεμονίασ, ἐγένοντο δ’ οὖν αἱ μὲν λῃστρίδεσ νῆεσ ὑπὲρ χιλίασ, αἱ δὲ ἁλοῦσαι πόλεισ ὑπ’ αὐτῶν τετρακόσιαι. (Plutarch, Pompey, chapter 24 4:1)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 24 4:1)

  • ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσισ ὑμῶν. (, chapter 14 331:2)

    (, chapter 14 331:2)

  • δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆσ ἀπολυτρώσεωσ τῆσ ἐν Χριστῷ Ιἠσοῦ· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 95:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 95:1)

  • οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ πνεύματοσ ἔχοντεσ [ἡμεῖσ] καὶ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖσ στενάζομεν, υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματοσ ἡμῶν. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 231:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 231:1)

유의어

  1. a ransoming

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION