헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκυλίω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκυλίω

형태분석: ἀπο (접두사) + κυλί (어간) + ω (인칭어미)

  1. to roll away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκυλίω

ἀποκυλίεις

ἀποκυλίει

쌍수 ἀποκυλίετον

ἀποκυλίετον

복수 ἀποκυλίομεν

ἀποκυλίετε

ἀποκυλίουσιν*

접속법단수 ἀποκυλίω

ἀποκυλίῃς

ἀποκυλίῃ

쌍수 ἀποκυλίητον

ἀποκυλίητον

복수 ἀποκυλίωμεν

ἀποκυλίητε

ἀποκυλίωσιν*

기원법단수 ἀποκυλίοιμι

ἀποκυλίοις

ἀποκυλίοι

쌍수 ἀποκυλίοιτον

ἀποκυλιοίτην

복수 ἀποκυλίοιμεν

ἀποκυλίοιτε

ἀποκυλίοιεν

명령법단수 ἀποκύλιε

ἀποκυλιέτω

쌍수 ἀποκυλίετον

ἀποκυλιέτων

복수 ἀποκυλίετε

ἀποκυλιόντων, ἀποκυλιέτωσαν

부정사 ἀποκυλίειν

분사 남성여성중성
ἀποκυλιων

ἀποκυλιοντος

ἀποκυλιουσα

ἀποκυλιουσης

ἀποκυλιον

ἀποκυλιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκυλίομαι

ἀποκυλίει, ἀποκυλίῃ

ἀποκυλίεται

쌍수 ἀποκυλίεσθον

ἀποκυλίεσθον

복수 ἀποκυλιόμεθα

ἀποκυλίεσθε

ἀποκυλίονται

접속법단수 ἀποκυλίωμαι

ἀποκυλίῃ

ἀποκυλίηται

쌍수 ἀποκυλίησθον

ἀποκυλίησθον

복수 ἀποκυλιώμεθα

ἀποκυλίησθε

ἀποκυλίωνται

기원법단수 ἀποκυλιοίμην

ἀποκυλίοιο

ἀποκυλίοιτο

쌍수 ἀποκυλίοισθον

ἀποκυλιοίσθην

복수 ἀποκυλιοίμεθα

ἀποκυλίοισθε

ἀποκυλίοιντο

명령법단수 ἀποκυλίου

ἀποκυλιέσθω

쌍수 ἀποκυλίεσθον

ἀποκυλιέσθων

복수 ἀποκυλίεσθε

ἀποκυλιέσθων, ἀποκυλιέσθωσαν

부정사 ἀποκυλίεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποκυλιομενος

ἀποκυλιομενου

ἀποκυλιομενη

ἀποκυλιομενης

ἀποκυλιομενον

ἀποκυλιομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to roll away

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION