헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκερδαίνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκερδαίνω

형태분석: ἀπο (접두사) + κερδαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to have benefit, enjoyment from or of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκερδαίνω

ἀποκερδαίνεις

ἀποκερδαίνει

쌍수 ἀποκερδαίνετον

ἀποκερδαίνετον

복수 ἀποκερδαίνομεν

ἀποκερδαίνετε

ἀποκερδαίνουσιν*

접속법단수 ἀποκερδαίνω

ἀποκερδαίνῃς

ἀποκερδαίνῃ

쌍수 ἀποκερδαίνητον

ἀποκερδαίνητον

복수 ἀποκερδαίνωμεν

ἀποκερδαίνητε

ἀποκερδαίνωσιν*

기원법단수 ἀποκερδαίνοιμι

ἀποκερδαίνοις

ἀποκερδαίνοι

쌍수 ἀποκερδαίνοιτον

ἀποκερδαινοίτην

복수 ἀποκερδαίνοιμεν

ἀποκερδαίνοιτε

ἀποκερδαίνοιεν

명령법단수 ἀποκέρδαινε

ἀποκερδαινέτω

쌍수 ἀποκερδαίνετον

ἀποκερδαινέτων

복수 ἀποκερδαίνετε

ἀποκερδαινόντων, ἀποκερδαινέτωσαν

부정사 ἀποκερδαίνειν

분사 남성여성중성
ἀποκερδαινων

ἀποκερδαινοντος

ἀποκερδαινουσα

ἀποκερδαινουσης

ἀποκερδαινον

ἀποκερδαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκερδαίνομαι

ἀποκερδαίνει, ἀποκερδαίνῃ

ἀποκερδαίνεται

쌍수 ἀποκερδαίνεσθον

ἀποκερδαίνεσθον

복수 ἀποκερδαινόμεθα

ἀποκερδαίνεσθε

ἀποκερδαίνονται

접속법단수 ἀποκερδαίνωμαι

ἀποκερδαίνῃ

ἀποκερδαίνηται

쌍수 ἀποκερδαίνησθον

ἀποκερδαίνησθον

복수 ἀποκερδαινώμεθα

ἀποκερδαίνησθε

ἀποκερδαίνωνται

기원법단수 ἀποκερδαινοίμην

ἀποκερδαίνοιο

ἀποκερδαίνοιτο

쌍수 ἀποκερδαίνοισθον

ἀποκερδαινοίσθην

복수 ἀποκερδαινοίμεθα

ἀποκερδαίνοισθε

ἀποκερδαίνοιντο

명령법단수 ἀποκερδαίνου

ἀποκερδαινέσθω

쌍수 ἀποκερδαίνεσθον

ἀποκερδαινέσθων

복수 ἀποκερδαίνεσθε

ἀποκερδαινέσθων, ἀποκερδαινέσθωσαν

부정사 ἀποκερδαίνεσθαι

분사 남성여성중성
ἀποκερδαινομενος

ἀποκερδαινομενου

ἀποκερδαινομενη

ἀποκερδαινομενης

ἀποκερδαινομενον

ἀποκερδαινομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to have benefit

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION