고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀποδιοπομπέομαι
Structure: ἀποδιοπομπέ (Stem) + ομαι (Ending)
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | ἀποδιοπομποῦμαι | ἀποδιοπομπεῖ, ἀποδιοπομπῇ | ἀποδιοπομπεῖται |
Dual | ἀποδιοπομπεῖσθον | ἀποδιοπομπεῖσθον | ||
Plural | ἀποδιοπομπούμεθα | ἀποδιοπομπεῖσθε | ἀποδιοπομποῦνται | |
Subjunctive | Singular | ἀποδιοπομπῶμαι | ἀποδιοπομπῇ | ἀποδιοπομπῆται |
Dual | ἀποδιοπομπῆσθον | ἀποδιοπομπῆσθον | ||
Plural | ἀποδιοπομπώμεθα | ἀποδιοπομπῆσθε | ἀποδιοπομπῶνται | |
Optative | Singular | ἀποδιοπομποίμην | ἀποδιοπομποῖο | ἀποδιοπομποῖτο |
Dual | ἀποδιοπομποῖσθον | ἀποδιοπομποίσθην | ||
Plural | ἀποδιοπομποίμεθα | ἀποδιοπομποῖσθε | ἀποδιοπομποῖντο | |
Imperative | Singular | ἀποδιοπομποῦ | ἀποδιοπομπείσθω | |
Dual | ἀποδιοπομπεῖσθον | ἀποδιοπομπείσθων | ||
Plural | ἀποδιοπομπεῖσθε | ἀποδιοπομπείσθων, ἀποδιοπομπείσθωσαν | ||
Infinitive | ἀποδιοπομπεῖσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
ἀποδιοπομπουμενος ἀποδιοπομπουμενου | ἀποδιοπομπουμενη ἀποδιοπομπουμενης | ἀποδιοπομπουμενον ἀποδιοπομπουμενου |
Middle/Passive | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | ἠποδιοπομπούμην | ἠποδιοπομποῦ | ἠποδιοπομπεῖτο |
Dual | ἠποδιοπομπεῖσθον | ἠποδιοπομπείσθην | ||
Plural | ἠποδιοπομπούμεθα | ἠποδιοπομπεῖσθε | ἠποδιοπομποῦντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기