고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀπερίτροπος ἀπερίτροπη ἀπερίτροπον
Structure: ἀ (Prefix) + περιτροπ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀπερίτροπος | ἀπερίτρόπη | ἀπερίτροπον |
Genitive | ἀπεριτρόπου | ἀπερίτρόπης | ἀπεριτρόπου | |
Dative | ἀπεριτρόπῳ | ἀπερίτρόπῃ | ἀπεριτρόπῳ | |
Accusative | ἀπερίτροπον | ἀπερίτρόπην | ἀπερίτροπον | |
Vocative | ἀπερίτροπε | ἀπερίτρόπη | ἀπερίτροπον | |
Dual | N/A/V | ἀπεριτρόπω | ἀπερίτρόπᾱ | ἀπεριτρόπω |
G/D | ἀπεριτρόποιν | ἀπερίτρόπαιν | ἀπεριτρόποιν | |
Plural | Nominative | ἀπερίτροποι | ἀπερί́τροπαι | ἀπερίτροπα |
Genitive | ἀπεριτρόπων | ἀπερίτροπῶν | ἀπεριτρόπων | |
Dative | ἀπεριτρόποις | ἀπερίτρόπαις | ἀπεριτρόποις | |
Accusative | ἀπεριτρόπους | ἀπερίτρόπᾱς | ἀπερίτροπα | |
Vocative | ἀπερίτροποι | ἀπερί́τροπαι | ἀπερίτροπα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀπερίτροπος ἀπεριτρόπου | ἀπεριτροπώτερος ἀπεριτροπωτέρου | ἀπεριτροπώτατος ἀπεριτροπωτάτου |
Adverb | ἀπεριτρόπως | ἀπεριτροπώτερον | ἀπεριτροπώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기