Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπεμπολάω

α-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀπεμπολάω

Structure: ἀπ (Prefix) + ἐμπολά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to sell, to sell for, to smuggle, out of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπεμπολῶ ἀπεμπολᾷς ἀπεμπολᾷ
Dual ἀπεμπολᾶτον ἀπεμπολᾶτον
Plural ἀπεμπολῶμεν ἀπεμπολᾶτε ἀπεμπολῶσιν*
SubjunctiveSingular ἀπεμπολῶ ἀπεμπολῇς ἀπεμπολῇ
Dual ἀπεμπολῆτον ἀπεμπολῆτον
Plural ἀπεμπολῶμεν ἀπεμπολῆτε ἀπεμπολῶσιν*
OptativeSingular ἀπεμπολῷμι ἀπεμπολῷς ἀπεμπολῷ
Dual ἀπεμπολῷτον ἀπεμπολῴτην
Plural ἀπεμπολῷμεν ἀπεμπολῷτε ἀπεμπολῷεν
ImperativeSingular ἀπεμπόλᾱ ἀπεμπολᾱ́τω
Dual ἀπεμπολᾶτον ἀπεμπολᾱ́των
Plural ἀπεμπολᾶτε ἀπεμπολώντων, ἀπεμπολᾱ́τωσαν
Infinitive ἀπεμπολᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπεμπολων ἀπεμπολωντος ἀπεμπολωσα ἀπεμπολωσης ἀπεμπολων ἀπεμπολωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπεμπολῶμαι ἀπεμπολᾷ ἀπεμπολᾶται
Dual ἀπεμπολᾶσθον ἀπεμπολᾶσθον
Plural ἀπεμπολώμεθα ἀπεμπολᾶσθε ἀπεμπολῶνται
SubjunctiveSingular ἀπεμπολῶμαι ἀπεμπολῇ ἀπεμπολῆται
Dual ἀπεμπολῆσθον ἀπεμπολῆσθον
Plural ἀπεμπολώμεθα ἀπεμπολῆσθε ἀπεμπολῶνται
OptativeSingular ἀπεμπολῴμην ἀπεμπολῷο ἀπεμπολῷτο
Dual ἀπεμπολῷσθον ἀπεμπολῴσθην
Plural ἀπεμπολῴμεθα ἀπεμπολῷσθε ἀπεμπολῷντο
ImperativeSingular ἀπεμπολῶ ἀπεμπολᾱ́σθω
Dual ἀπεμπολᾶσθον ἀπεμπολᾱ́σθων
Plural ἀπεμπολᾶσθε ἀπεμπολᾱ́σθων, ἀπεμπολᾱ́σθωσαν
Infinitive ἀπεμπολᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπεμπολωμενος ἀπεμπολωμενου ἀπεμπολωμενη ἀπεμπολωμενης ἀπεμπολωμενον ἀπεμπολωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • " Σαοῦλοσ δὲ ἀγγειλάντων αὐτῷ τῶν οἰκετῶν τὰσ τοῦ Δαυίδου ἀποκρίσεισ "οὐ χρημάτων, ἔφη, δεῖσθαί με φράζετε αὐτῷ οὐδὲ ἔδνων, ἀπεμπολᾶν γὰρ ἔστιν οὕτωσ τὴν θυγατέρα μᾶλλον ἢ συνοικίζειν, γαμβροῦ δὲ ἀνδρείαν ἔχοντοσ καὶ τὴν ἄλλην ἀρετὴν ἅπασαν, ἣν ὁρᾶν ὑπάρχουσαν αὐτῷ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 255:3)

Synonyms

  1. to sell

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION