Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀπαιθριάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀπαιθριάζω

Structure: ἀπαιθριάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ai)qri/a

Sense

  1. to clear away, from the sky

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπαιθριάζω ἀπαιθριάζεις ἀπαιθριάζει
Dual ἀπαιθριάζετον ἀπαιθριάζετον
Plural ἀπαιθριάζομεν ἀπαιθριάζετε ἀπαιθριάζουσιν*
SubjunctiveSingular ἀπαιθριάζω ἀπαιθριάζῃς ἀπαιθριάζῃ
Dual ἀπαιθριάζητον ἀπαιθριάζητον
Plural ἀπαιθριάζωμεν ἀπαιθριάζητε ἀπαιθριάζωσιν*
OptativeSingular ἀπαιθριάζοιμι ἀπαιθριάζοις ἀπαιθριάζοι
Dual ἀπαιθριάζοιτον ἀπαιθριαζοίτην
Plural ἀπαιθριάζοιμεν ἀπαιθριάζοιτε ἀπαιθριάζοιεν
ImperativeSingular ἀπαιθρίαζε ἀπαιθριαζέτω
Dual ἀπαιθριάζετον ἀπαιθριαζέτων
Plural ἀπαιθριάζετε ἀπαιθριαζόντων, ἀπαιθριαζέτωσαν
Infinitive ἀπαιθριάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπαιθριαζων ἀπαιθριαζοντος ἀπαιθριαζουσα ἀπαιθριαζουσης ἀπαιθριαζον ἀπαιθριαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀπαιθριάζομαι ἀπαιθριάζει, ἀπαιθριάζῃ ἀπαιθριάζεται
Dual ἀπαιθριάζεσθον ἀπαιθριάζεσθον
Plural ἀπαιθριαζόμεθα ἀπαιθριάζεσθε ἀπαιθριάζονται
SubjunctiveSingular ἀπαιθριάζωμαι ἀπαιθριάζῃ ἀπαιθριάζηται
Dual ἀπαιθριάζησθον ἀπαιθριάζησθον
Plural ἀπαιθριαζώμεθα ἀπαιθριάζησθε ἀπαιθριάζωνται
OptativeSingular ἀπαιθριαζοίμην ἀπαιθριάζοιο ἀπαιθριάζοιτο
Dual ἀπαιθριάζοισθον ἀπαιθριαζοίσθην
Plural ἀπαιθριαζοίμεθα ἀπαιθριάζοισθε ἀπαιθριάζοιντο
ImperativeSingular ἀπαιθριάζου ἀπαιθριαζέσθω
Dual ἀπαιθριάζεσθον ἀπαιθριαζέσθων
Plural ἀπαιθριάζεσθε ἀπαιθριαζέσθων, ἀπαιθριαζέσθωσαν
Infinitive ἀπαιθριάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀπαιθριαζομενος ἀπαιθριαζομενου ἀπαιθριαζομενη ἀπαιθριαζομενης ἀπαιθριαζομενον ἀπαιθριαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to clear away

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION