헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιπεριλαμβάνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιπεριλαμβάνω

형태분석: ἀντιπεριλαμβάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to embrace in turn

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιπεριλαμβάνω

ἀντιπεριλαμβάνεις

ἀντιπεριλαμβάνει

쌍수 ἀντιπεριλαμβάνετον

ἀντιπεριλαμβάνετον

복수 ἀντιπεριλαμβάνομεν

ἀντιπεριλαμβάνετε

ἀντιπεριλαμβάνουσιν*

접속법단수 ἀντιπεριλαμβάνω

ἀντιπεριλαμβάνῃς

ἀντιπεριλαμβάνῃ

쌍수 ἀντιπεριλαμβάνητον

ἀντιπεριλαμβάνητον

복수 ἀντιπεριλαμβάνωμεν

ἀντιπεριλαμβάνητε

ἀντιπεριλαμβάνωσιν*

기원법단수 ἀντιπεριλαμβάνοιμι

ἀντιπεριλαμβάνοις

ἀντιπεριλαμβάνοι

쌍수 ἀντιπεριλαμβάνοιτον

ἀντιπεριλαμβανοίτην

복수 ἀντιπεριλαμβάνοιμεν

ἀντιπεριλαμβάνοιτε

ἀντιπεριλαμβάνοιεν

명령법단수 ἀντιπεριλάμβανε

ἀντιπεριλαμβανέτω

쌍수 ἀντιπεριλαμβάνετον

ἀντιπεριλαμβανέτων

복수 ἀντιπεριλαμβάνετε

ἀντιπεριλαμβανόντων, ἀντιπεριλαμβανέτωσαν

부정사 ἀντιπεριλαμβάνειν

분사 남성여성중성
ἀντιπεριλαμβανων

ἀντιπεριλαμβανοντος

ἀντιπεριλαμβανουσα

ἀντιπεριλαμβανουσης

ἀντιπεριλαμβανον

ἀντιπεριλαμβανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιπεριλαμβάνομαι

ἀντιπεριλαμβάνει, ἀντιπεριλαμβάνῃ

ἀντιπεριλαμβάνεται

쌍수 ἀντιπεριλαμβάνεσθον

ἀντιπεριλαμβάνεσθον

복수 ἀντιπεριλαμβανόμεθα

ἀντιπεριλαμβάνεσθε

ἀντιπεριλαμβάνονται

접속법단수 ἀντιπεριλαμβάνωμαι

ἀντιπεριλαμβάνῃ

ἀντιπεριλαμβάνηται

쌍수 ἀντιπεριλαμβάνησθον

ἀντιπεριλαμβάνησθον

복수 ἀντιπεριλαμβανώμεθα

ἀντιπεριλαμβάνησθε

ἀντιπεριλαμβάνωνται

기원법단수 ἀντιπεριλαμβανοίμην

ἀντιπεριλαμβάνοιο

ἀντιπεριλαμβάνοιτο

쌍수 ἀντιπεριλαμβάνοισθον

ἀντιπεριλαμβανοίσθην

복수 ἀντιπεριλαμβανοίμεθα

ἀντιπεριλαμβάνοισθε

ἀντιπεριλαμβάνοιντο

명령법단수 ἀντιπεριλαμβάνου

ἀντιπεριλαμβανέσθω

쌍수 ἀντιπεριλαμβάνεσθον

ἀντιπεριλαμβανέσθων

복수 ἀντιπεριλαμβάνεσθε

ἀντιπεριλαμβανέσθων, ἀντιπεριλαμβανέσθωσαν

부정사 ἀντιπεριλαμβάνεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιπεριλαμβανομενος

ἀντιπεριλαμβανομενου

ἀντιπεριλαμβανομενη

ἀντιπεριλαμβανομενης

ἀντιπεριλαμβανομενον

ἀντιπεριλαμβανομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to embrace in turn

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION