Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀντικύρω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀντικύρω

Structure: ἀντικύρ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to hit upon, meet

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικύρω ἀντικύρεις ἀντικύρει
Dual ἀντικύρετον ἀντικύρετον
Plural ἀντικύρομεν ἀντικύρετε ἀντικύρουσιν*
SubjunctiveSingular ἀντικύρω ἀντικύρῃς ἀντικύρῃ
Dual ἀντικύρητον ἀντικύρητον
Plural ἀντικύρωμεν ἀντικύρητε ἀντικύρωσιν*
OptativeSingular ἀντικύροιμι ἀντικύροις ἀντικύροι
Dual ἀντικύροιτον ἀντικυροίτην
Plural ἀντικύροιμεν ἀντικύροιτε ἀντικύροιεν
ImperativeSingular ἀντίκυρε ἀντικυρέτω
Dual ἀντικύρετον ἀντικυρέτων
Plural ἀντικύρετε ἀντικυρόντων, ἀντικυρέτωσαν
Infinitive ἀντικύρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικυρων ἀντικυροντος ἀντικυρουσα ἀντικυρουσης ἀντικυρον ἀντικυροντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀντικύρομαι ἀντικύρει, ἀντικύρῃ ἀντικύρεται
Dual ἀντικύρεσθον ἀντικύρεσθον
Plural ἀντικυρόμεθα ἀντικύρεσθε ἀντικύρονται
SubjunctiveSingular ἀντικύρωμαι ἀντικύρῃ ἀντικύρηται
Dual ἀντικύρησθον ἀντικύρησθον
Plural ἀντικυρώμεθα ἀντικύρησθε ἀντικύρωνται
OptativeSingular ἀντικυροίμην ἀντικύροιο ἀντικύροιτο
Dual ἀντικύροισθον ἀντικυροίσθην
Plural ἀντικυροίμεθα ἀντικύροισθε ἀντικύροιντο
ImperativeSingular ἀντικύρου ἀντικυρέσθω
Dual ἀντικύρεσθον ἀντικυρέσθων
Plural ἀντικύρεσθε ἀντικυρέσθων, ἀντικυρέσθωσαν
Infinitive ἀντικύρεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀντικυρομενος ἀντικυρομενου ἀντικυρομενη ἀντικυρομενης ἀντικυρομενον ἀντικυρομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to hit upon

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION