고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἀντικτόνος ἀντικτόνη ἀντικτόνον
Structure: ἀντικτον (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἀντικτόνος | ἀντικτό́νη | ἀντικτόνον |
Genitive | ἀντικτόνου | ἀντικτό́νης | ἀντικτόνου | |
Dative | ἀντικτόνῳ | ἀντικτό́νῃ | ἀντικτόνῳ | |
Accusative | ἀντικτόνον | ἀντικτό́νην | ἀντικτόνον | |
Vocative | ἀντικτόνε | ἀντικτό́νη | ἀντικτόνον | |
Dual | N/A/V | ἀντικτόνω | ἀντικτό́νᾱ | ἀντικτόνω |
G/D | ἀντικτόνοιν | ἀντικτό́ναιν | ἀντικτόνοιν | |
Plural | Nominative | ἀντικτόνοι | ἀντικτό́ναι | ἀντικτόνα |
Genitive | ἀντικτόνων | ἀντικτόνῶν | ἀντικτόνων | |
Dative | ἀντικτόνοις | ἀντικτό́ναις | ἀντικτόνοις | |
Accusative | ἀντικτόνους | ἀντικτό́νᾱς | ἀντικτόνα | |
Vocative | ἀντικτόνοι | ἀντικτό́ναι | ἀντικτόνα |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἀντικτόνος ἀντικτόνου | ἀντικτονώτερος ἀντικτονωτέρου | ἀντικτονώτατος ἀντικτονωτάτου |
Adverb | ἀντικτόνως | ἀντικτονώτερον | ἀντικτονώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기