헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντιβάλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντιβάλλω

형태분석: ἀντιβάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 주고받다, 교환하다, 바꾸다
  1. to throw against or in turn, return the shots
  2. to put one against the other, to exchange

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιβάλλω

ἀντιβάλλεις

ἀντιβάλλει

쌍수 ἀντιβάλλετον

ἀντιβάλλετον

복수 ἀντιβάλλομεν

ἀντιβάλλετε

ἀντιβάλλουσιν*

접속법단수 ἀντιβάλλω

ἀντιβάλλῃς

ἀντιβάλλῃ

쌍수 ἀντιβάλλητον

ἀντιβάλλητον

복수 ἀντιβάλλωμεν

ἀντιβάλλητε

ἀντιβάλλωσιν*

기원법단수 ἀντιβάλλοιμι

ἀντιβάλλοις

ἀντιβάλλοι

쌍수 ἀντιβάλλοιτον

ἀντιβαλλοίτην

복수 ἀντιβάλλοιμεν

ἀντιβάλλοιτε

ἀντιβάλλοιεν

명령법단수 ἀντίβαλλε

ἀντιβαλλέτω

쌍수 ἀντιβάλλετον

ἀντιβαλλέτων

복수 ἀντιβάλλετε

ἀντιβαλλόντων, ἀντιβαλλέτωσαν

부정사 ἀντιβάλλειν

분사 남성여성중성
ἀντιβαλλων

ἀντιβαλλοντος

ἀντιβαλλουσα

ἀντιβαλλουσης

ἀντιβαλλον

ἀντιβαλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντιβάλλομαι

ἀντιβάλλει, ἀντιβάλλῃ

ἀντιβάλλεται

쌍수 ἀντιβάλλεσθον

ἀντιβάλλεσθον

복수 ἀντιβαλλόμεθα

ἀντιβάλλεσθε

ἀντιβάλλονται

접속법단수 ἀντιβάλλωμαι

ἀντιβάλλῃ

ἀντιβάλληται

쌍수 ἀντιβάλλησθον

ἀντιβάλλησθον

복수 ἀντιβαλλώμεθα

ἀντιβάλλησθε

ἀντιβάλλωνται

기원법단수 ἀντιβαλλοίμην

ἀντιβάλλοιο

ἀντιβάλλοιτο

쌍수 ἀντιβάλλοισθον

ἀντιβαλλοίσθην

복수 ἀντιβαλλοίμεθα

ἀντιβάλλοισθε

ἀντιβάλλοιντο

명령법단수 ἀντιβάλλου

ἀντιβαλλέσθω

쌍수 ἀντιβάλλεσθον

ἀντιβαλλέσθων

복수 ἀντιβάλλεσθε

ἀντιβαλλέσθων, ἀντιβαλλέσθωσαν

부정사 ἀντιβάλλεσθαι

분사 남성여성중성
ἀντιβαλλομενος

ἀντιβαλλομενου

ἀντιβαλλομενη

ἀντιβαλλομενης

ἀντιβαλλομενον

ἀντιβαλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 주고받다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION