헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀντεπικουρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀντεπικουρέω

형태분석: ἀντ (접두사) + ἐπικουρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to help in return

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεπικούρω

ἀντεπικούρεις

ἀντεπικούρει

쌍수 ἀντεπικούρειτον

ἀντεπικούρειτον

복수 ἀντεπικούρουμεν

ἀντεπικούρειτε

ἀντεπικούρουσιν*

접속법단수 ἀντεπικούρω

ἀντεπικούρῃς

ἀντεπικούρῃ

쌍수 ἀντεπικούρητον

ἀντεπικούρητον

복수 ἀντεπικούρωμεν

ἀντεπικούρητε

ἀντεπικούρωσιν*

기원법단수 ἀντεπικούροιμι

ἀντεπικούροις

ἀντεπικούροι

쌍수 ἀντεπικούροιτον

ἀντεπικουροίτην

복수 ἀντεπικούροιμεν

ἀντεπικούροιτε

ἀντεπικούροιεν

명령법단수 ἀντεπικοῦρει

ἀντεπικουρεῖτω

쌍수 ἀντεπικούρειτον

ἀντεπικουρεῖτων

복수 ἀντεπικούρειτε

ἀντεπικουροῦντων, ἀντεπικουρεῖτωσαν

부정사 ἀντεπικούρειν

분사 남성여성중성
ἀντεπικουρων

ἀντεπικουρουντος

ἀντεπικουρουσα

ἀντεπικουρουσης

ἀντεπικουρουν

ἀντεπικουρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀντεπικούρουμαι

ἀντεπικούρει, ἀντεπικούρῃ

ἀντεπικούρειται

쌍수 ἀντεπικούρεισθον

ἀντεπικούρεισθον

복수 ἀντεπικουροῦμεθα

ἀντεπικούρεισθε

ἀντεπικούρουνται

접속법단수 ἀντεπικούρωμαι

ἀντεπικούρῃ

ἀντεπικούρηται

쌍수 ἀντεπικούρησθον

ἀντεπικούρησθον

복수 ἀντεπικουρώμεθα

ἀντεπικούρησθε

ἀντεπικούρωνται

기원법단수 ἀντεπικουροίμην

ἀντεπικούροιο

ἀντεπικούροιτο

쌍수 ἀντεπικούροισθον

ἀντεπικουροίσθην

복수 ἀντεπικουροίμεθα

ἀντεπικούροισθε

ἀντεπικούροιντο

명령법단수 ἀντεπικούρου

ἀντεπικουρεῖσθω

쌍수 ἀντεπικούρεισθον

ἀντεπικουρεῖσθων

복수 ἀντεπικούρεισθε

ἀντεπικουρεῖσθων, ἀντεπικουρεῖσθωσαν

부정사 ἀντεπικούρεισθαι

분사 남성여성중성
ἀντεπικουρουμενος

ἀντεπικουρουμενου

ἀντεπικουρουμενη

ἀντεπικουρουμενης

ἀντεπικουρουμενον

ἀντεπικουρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to help in return

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION