ἀνταγωνίζομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἀνταγωνίζομαι
형태분석:
ἀντ
(접두사)
+
ἀγωνίζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to struggle against, prove a match for, to struggle or dispute with, the parties in a lawsuit
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ γὰρ κατ̓ ἐμὲ ἀνταγωνίζεσθαι αὐτοῖσ· (Lucian, 73:2)
(루키아노스, 73:2)
- ἐδόκει γὰρ ἀνταγωνίζεσθαι τῷ Ἀρχίᾳ τραγῳδίαν ὑποκρινόμενοσ, εὐημερῶν δὲ καὶ κατέχων τὸ θέατρον ἐνδείᾳ παρασκευῆσ καὶ χορηγίασ κρατεῖσθαι. (Plutarch, Demosthenes, chapter 29 2:1)
(플루타르코스, Demosthenes, chapter 29 2:1)
- ἐστιν αὐτὸσ φιλοστεφανεῖν οὐδ’ ἀνταγωνίζεσθαι τοῖσ κρινομένοισ. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 1, section 2 3:1)
(플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 1, section 2 3:1)
- ἦ που ταχέωσ ἐπέτρεψεν ἂν ἀνταγωνίζεσθαι ἑαυτῷ, ὃσ Ἀθηναῖον ἄνδρα βιασάμενοσ τοῖσ ἀλλοτρίοισ ἐτόλμησεν ἵπποισ ἁμιλλᾶσθαι, δηλώσασ τοῖσ Ἕλλησι μηδὲν θαυμάζειν ἄν τινα αὐτῶν βιάσηται, ἐπεὶ καὶ τοῖσ πολίταισ οὐκ ἐξ ἴσου χρῆται, ἀλλὰ τοὺσ μὲν ἀφαιρούμενοσ, τοὺσ δὲ τύπτων, τοὺσ δὲ εἱργνύων, τοὺσ δὲ χρήματα πραττόμενοσ, οὐδενὸσ ἀξίαν τὴν δημοκρατίαν ἀποφαίνει, τοὺσ μὲν λόγουσ δημαγωγοῦ τὰ δ’ ἔργα τυράννου παρέχων, καταμαθὼν ὑμᾶσ τοῦ μὲν ὀνόματοσ φροντίζοντασ, τοῦ δὲ πράγματοσ ἀμελοῦντασ. (Andocides, Speeches, 41:1)
(안도키데스, 연설, 41:1)
- οὐ πάνυ δ’ ἐστὶ ῥᾴδιον ταῖσ τούτων παρασκευαῖσ ἀνταγωνίζεσθαι. (Demosthenes, Speeches 41-50, 125:2)
(데모스테네스, Speeches 41-50, 125:2)
- πῶσ οὖν οὐκ ἂν θρασεῖσ τισ ἡγήσαιτο τοὺσ ἀνταγωνίζεσθαί μοι περὶ τῆσ ἀληθείασ ἐπικεχειρηκότασ, οἳ κἂν τοῖσ τῶν αὐτοκρατόρων ὑπομνήμασιν ἐντυχεῖν λέγωσιν, ἀλλ’ οὔ γε καὶ τοῖσ ἡμετέροισ τῶν ἀντιπολεμούντων πράγμασι παρέτυχον. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 66:1)
(플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 66:1)
파생어
- ἀγωνίζομαι (싸우다, 다투다, )
- διαγωνίζομαι (다투다, 싸우다, 논쟁하다)
- ἐναγωνίζομαι (to contend or fight among, to fight in)
- ἐξαγωνίζομαι (to struggle hard)
- ἐπαγωνίζομαι (싸우다, 다투다)
- καταγωνίζομαι (넘다, 정복하다, 압도하다)
- προαγωνίζομαι (to fight before, you have before had, to fight for or in defence of)
- συναγωνίζομαι (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- συνεπαγωνίζομαι (to join in stirring up a contest besides)