헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνταγοράζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνταγοράζω

형태분석: ἀντ (접두사) + ἀγοράζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to buy with money received in payment

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνταγοράζω

ἀνταγοράζεις

ἀνταγοράζει

쌍수 ἀνταγοράζετον

ἀνταγοράζετον

복수 ἀνταγοράζομεν

ἀνταγοράζετε

ἀνταγοράζουσιν*

접속법단수 ἀνταγοράζω

ἀνταγοράζῃς

ἀνταγοράζῃ

쌍수 ἀνταγοράζητον

ἀνταγοράζητον

복수 ἀνταγοράζωμεν

ἀνταγοράζητε

ἀνταγοράζωσιν*

기원법단수 ἀνταγοράζοιμι

ἀνταγοράζοις

ἀνταγοράζοι

쌍수 ἀνταγοράζοιτον

ἀνταγοραζοίτην

복수 ἀνταγοράζοιμεν

ἀνταγοράζοιτε

ἀνταγοράζοιεν

명령법단수 ἀνταγόραζε

ἀνταγοραζέτω

쌍수 ἀνταγοράζετον

ἀνταγοραζέτων

복수 ἀνταγοράζετε

ἀνταγοραζόντων, ἀνταγοραζέτωσαν

부정사 ἀνταγοράζειν

분사 남성여성중성
ἀνταγοραζων

ἀνταγοραζοντος

ἀνταγοραζουσα

ἀνταγοραζουσης

ἀνταγοραζον

ἀνταγοραζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνταγοράζομαι

ἀνταγοράζει, ἀνταγοράζῃ

ἀνταγοράζεται

쌍수 ἀνταγοράζεσθον

ἀνταγοράζεσθον

복수 ἀνταγοραζόμεθα

ἀνταγοράζεσθε

ἀνταγοράζονται

접속법단수 ἀνταγοράζωμαι

ἀνταγοράζῃ

ἀνταγοράζηται

쌍수 ἀνταγοράζησθον

ἀνταγοράζησθον

복수 ἀνταγοραζώμεθα

ἀνταγοράζησθε

ἀνταγοράζωνται

기원법단수 ἀνταγοραζοίμην

ἀνταγοράζοιο

ἀνταγοράζοιτο

쌍수 ἀνταγοράζοισθον

ἀνταγοραζοίσθην

복수 ἀνταγοραζοίμεθα

ἀνταγοράζοισθε

ἀνταγοράζοιντο

명령법단수 ἀνταγοράζου

ἀνταγοραζέσθω

쌍수 ἀνταγοράζεσθον

ἀνταγοραζέσθων

복수 ἀνταγοράζεσθε

ἀνταγοραζέσθων, ἀνταγοραζέσθωσαν

부정사 ἀνταγοράζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνταγοραζομενος

ἀνταγοραζομενου

ἀνταγοραζομενη

ἀνταγοραζομενης

ἀνταγοραζομενον

ἀνταγοραζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνταγοράσω

ἀνταγοράσεις

ἀνταγοράσει

쌍수 ἀνταγοράσετον

ἀνταγοράσετον

복수 ἀνταγοράσομεν

ἀνταγοράσετε

ἀνταγοράσουσιν*

기원법단수 ἀνταγοράσοιμι

ἀνταγοράσοις

ἀνταγοράσοι

쌍수 ἀνταγοράσοιτον

ἀνταγορασοίτην

복수 ἀνταγοράσοιμεν

ἀνταγοράσοιτε

ἀνταγοράσοιεν

부정사 ἀνταγοράσειν

분사 남성여성중성
ἀνταγορασων

ἀνταγορασοντος

ἀνταγορασουσα

ἀνταγορασουσης

ἀνταγορασον

ἀνταγορασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνταγοράσομαι

ἀνταγοράσει, ἀνταγοράσῃ

ἀνταγοράσεται

쌍수 ἀνταγοράσεσθον

ἀνταγοράσεσθον

복수 ἀνταγορασόμεθα

ἀνταγοράσεσθε

ἀνταγοράσονται

기원법단수 ἀνταγορασοίμην

ἀνταγοράσοιο

ἀνταγοράσοιτο

쌍수 ἀνταγοράσοισθον

ἀνταγορασοίσθην

복수 ἀνταγορασοίμεθα

ἀνταγοράσοισθε

ἀνταγοράσοιντο

부정사 ἀνταγοράσεσθαι

분사 남성여성중성
ἀνταγορασομενος

ἀνταγορασομενου

ἀνταγορασομενη

ἀνταγορασομενης

ἀνταγορασομενον

ἀνταγορασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION