Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνθρωποφαγέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀνθρωποφαγέω

Structure: ἀνθρωποφαγέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to eat men or man's flesh

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθρωποφάγω ἀνθρωποφάγεις ἀνθρωποφάγει
Dual ἀνθρωποφάγειτον ἀνθρωποφάγειτον
Plural ἀνθρωποφάγουμεν ἀνθρωποφάγειτε ἀνθρωποφάγουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνθρωποφάγω ἀνθρωποφάγῃς ἀνθρωποφάγῃ
Dual ἀνθρωποφάγητον ἀνθρωποφάγητον
Plural ἀνθρωποφάγωμεν ἀνθρωποφάγητε ἀνθρωποφάγωσιν*
OptativeSingular ἀνθρωποφάγοιμι ἀνθρωποφάγοις ἀνθρωποφάγοι
Dual ἀνθρωποφάγοιτον ἀνθρωποφαγοίτην
Plural ἀνθρωποφάγοιμεν ἀνθρωποφάγοιτε ἀνθρωποφάγοιεν
ImperativeSingular ἀνθρωποφᾶγει ἀνθρωποφαγεῖτω
Dual ἀνθρωποφάγειτον ἀνθρωποφαγεῖτων
Plural ἀνθρωποφάγειτε ἀνθρωποφαγοῦντων, ἀνθρωποφαγεῖτωσαν
Infinitive ἀνθρωποφάγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθρωποφαγων ἀνθρωποφαγουντος ἀνθρωποφαγουσα ἀνθρωποφαγουσης ἀνθρωποφαγουν ἀνθρωποφαγουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθρωποφάγουμαι ἀνθρωποφάγει, ἀνθρωποφάγῃ ἀνθρωποφάγειται
Dual ἀνθρωποφάγεισθον ἀνθρωποφάγεισθον
Plural ἀνθρωποφαγοῦμεθα ἀνθρωποφάγεισθε ἀνθρωποφάγουνται
SubjunctiveSingular ἀνθρωποφάγωμαι ἀνθρωποφάγῃ ἀνθρωποφάγηται
Dual ἀνθρωποφάγησθον ἀνθρωποφάγησθον
Plural ἀνθρωποφαγώμεθα ἀνθρωποφάγησθε ἀνθρωποφάγωνται
OptativeSingular ἀνθρωποφαγοίμην ἀνθρωποφάγοιο ἀνθρωποφάγοιτο
Dual ἀνθρωποφάγοισθον ἀνθρωποφαγοίσθην
Plural ἀνθρωποφαγοίμεθα ἀνθρωποφάγοισθε ἀνθρωποφάγοιντο
ImperativeSingular ἀνθρωποφάγου ἀνθρωποφαγεῖσθω
Dual ἀνθρωποφάγεισθον ἀνθρωποφαγεῖσθων
Plural ἀνθρωποφάγεισθε ἀνθρωποφαγεῖσθων, ἀνθρωποφαγεῖσθωσαν
Infinitive ἀνθρωποφάγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθρωποφαγουμενος ἀνθρωποφαγουμενου ἀνθρωποφαγουμενη ἀνθρωποφαγουμενης ἀνθρωποφαγουμενον ἀνθρωποφαγουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • περὶ ἧσ οὐδὲν ἔχομεν λέγειν σαφὲσ πλὴν ὅτι ἀγριώτεροι τῶν Βρεττανῶν ὑπάρχουσιν οἱ κατοικοῦντεσ αὐτήν, ἀνθρωποφάγοι τε ὄντεσ καὶ πολυφάγοι, τούσ τε πατέρασ τελευτήσαντασ κατεσθίειν ἐν καλῷ τιθέμενοι καὶ φανερῶσ μίσγεσθαι ταῖσ τε ἄλλαισ γυναιξὶ καὶ μητράσι καὶ ἀδελφαῖσ. (Strabo, Geography, book 4, chapter 5 8:3)

Synonyms

  1. to eat men or man's flesh

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION