Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνθρακίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνθρακίζω

Structure: ἀνθρακίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: a)/nqrac

Sense

  1. to make charcoal of, to roast, toast

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθρακίζω ἀνθρακίζεις ἀνθρακίζει
Dual ἀνθρακίζετον ἀνθρακίζετον
Plural ἀνθρακίζομεν ἀνθρακίζετε ἀνθρακίζουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνθρακίζω ἀνθρακίζῃς ἀνθρακίζῃ
Dual ἀνθρακίζητον ἀνθρακίζητον
Plural ἀνθρακίζωμεν ἀνθρακίζητε ἀνθρακίζωσιν*
OptativeSingular ἀνθρακίζοιμι ἀνθρακίζοις ἀνθρακίζοι
Dual ἀνθρακίζοιτον ἀνθρακιζοίτην
Plural ἀνθρακίζοιμεν ἀνθρακίζοιτε ἀνθρακίζοιεν
ImperativeSingular ἀνθράκιζε ἀνθρακιζέτω
Dual ἀνθρακίζετον ἀνθρακιζέτων
Plural ἀνθρακίζετε ἀνθρακιζόντων, ἀνθρακιζέτωσαν
Infinitive ἀνθρακίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθρακιζων ἀνθρακιζοντος ἀνθρακιζουσα ἀνθρακιζουσης ἀνθρακιζον ἀνθρακιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνθρακίζομαι ἀνθρακίζει, ἀνθρακίζῃ ἀνθρακίζεται
Dual ἀνθρακίζεσθον ἀνθρακίζεσθον
Plural ἀνθρακιζόμεθα ἀνθρακίζεσθε ἀνθρακίζονται
SubjunctiveSingular ἀνθρακίζωμαι ἀνθρακίζῃ ἀνθρακίζηται
Dual ἀνθρακίζησθον ἀνθρακίζησθον
Plural ἀνθρακιζώμεθα ἀνθρακίζησθε ἀνθρακίζωνται
OptativeSingular ἀνθρακιζοίμην ἀνθρακίζοιο ἀνθρακίζοιτο
Dual ἀνθρακίζοισθον ἀνθρακιζοίσθην
Plural ἀνθρακιζοίμεθα ἀνθρακίζοισθε ἀνθρακίζοιντο
ImperativeSingular ἀνθρακίζου ἀνθρακιζέσθω
Dual ἀνθρακίζεσθον ἀνθρακιζέσθων
Plural ἀνθρακίζεσθε ἀνθρακιζέσθων, ἀνθρακιζέσθωσαν
Infinitive ἀνθρακίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνθρακιζομενος ἀνθρακιζομενου ἀνθρακιζομενη ἀνθρακιζομενης ἀνθρακιζομενον ἀνθρακιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make charcoal of

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION