Ancient Greek-English Dictionary Language

ἁνία

First declension Noun; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἁνία

Etym.: ἡνία의 도리아 방언

Sense

  1. a rein

Examples

  • "ἀλλ’ ἆρα μὴ τόδε σε ἀνιᾷ, καὶ διανοῇ τὸν παρ’ ἡμῖν ζόφον καὶ τὸ πολὺ σκότοσ, κᾆτα δέδιασ μή σοι ἀποπνιγῶ κατακλεισθεὶσ ἐν τῷ μνήματι; (Lucian, (no name) 16:14)
  • ταῦτα ὑμᾶσ ἀνιᾷ· (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 22)
  • ἀνιᾷ δή σε πολλὰ καὶ ἀθρόα καὶ σχεδὸν τὰ πάντα, καὶ μάλιστα ὅταν σε παρευδοκιμῇ κίναιδόσ τισ ἢ ὀρχηστοδιδάσκαλοσ ἢ Ιὠνικὰ συνείρων Ἀλεξανδρεωτικὸσ ἀνθρωπίσκοσ τοῖσ μὲν γὰρ τὰ ἐρωτικὰ ταῦτα διακονουμένοισ καὶ γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζουσιν πόθεν σύ γ’ ἰσότιμοσ; (Lucian, De mercede, (no name) 27:1)
  • "ἀνιᾷ γάρ σε, οἶμαι, καὶ στρέφει τὸ μὴ σαφῶσ τὰ ἐπὶ γῆσ ὁρᾶν. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 13:9)
  • ἀλλὰ τί ἄλλο, εἰ μὴ τοῦτο, ἀνιᾷ σε Δία ὄντα; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 2:6)

Synonyms

  1. a rein

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION