헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνατολή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνατολή

형태분석: ἀνατολ (어간) + η (어미)

어원: a)nate/llw

  1. 오름, 흥륭, 언덕
  2. 동, 동쪽, 새
  1. a rising, rise
  2. the quarter of sunrise, East

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀνατολή

오름이

ἀνατολᾱ́

오름들이

ἀνατολαί

오름들이

속격 ἀνατολῆς

오름의

ἀνατολαῖν

오름들의

ἀνατολῶν

오름들의

여격 ἀνατολῇ

오름에게

ἀνατολαῖν

오름들에게

ἀνατολαῖς

오름들에게

대격 ἀνατολήν

오름을

ἀνατολᾱ́

오름들을

ἀνατολᾱ́ς

오름들을

호격 ἀνατολή

오름아

ἀνατολᾱ́

오름들아

ἀνατολαί

오름들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ παρεμβάλλοντεσ κατὰ πρόσωπον τῆσ σκηνῆσ τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ ἀνατολῆσ, Μωυσῆσ καὶ Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ φυλάσσοντεσ τὰσ φυλακὰσ τοῦ ἁγίου εἰσ τὰσ φυλακὰσ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. καὶ ὁ ἀλλογενὴσ ὁ ἁπτόμενοσ ἀποθανεῖται. (Septuagint, Liber Numeri 3:38)

    (70인역 성경, 민수기 3:38)

  • καὶ μετ’ αὐτὸν ἐκράτησε Σαδδοὺκ υἱὸσ Ἐμμὴρ ἐξεναντίασ οἴκου ἑαυτοῦ. καὶ μετ’ αὐτὸν ἐκράτησε Σαμαί̈α υἱὸσ Σεχενία φύλαξ τῆσ πύλησ τῆσ ἀνατολῆσ. (Septuagint, Liber Nehemiae 3:29)

    (70인역 성경, 느헤미야기 3:29)

  • ἄρτι δὲ τῆσ ἀνατολῆσ διαδεχομένησ προσέβαλον ἑκάτεροι, οἱ μὲν ἔγγυον ἔχοντεσ εὐημερίασ καὶ νίκησ μετ̓ ἀρετῆσ τὴν ἐπὶ τὸν Κύριον καταφυγήν, οἱ δὲ καθηγεμόνα τῶν ἀγώνων ταττόμενοι τὸν θυμόν. (Septuagint, Liber Maccabees II 10:28)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 10:28)

  • καὶ πάντεσ Ἀσαρημὼθ ἕωσ Ναχὰλ Κέδρων, ἕωσ γωνίασ πύλησ ἵππων ἀνατολῆσ ἁγίασμα τῷ Κυρίῳ, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ἐκλίπῃ καὶ οὐ μὴ καθαιρεθῇ ἕωσ τοῦ αἰῶνοσ. (Septuagint, Liber Ieremiae 38:40)

    (70인역 성경, 예레미야서 38:40)

  • καὶ ἰδοὺ πιαίνεται. μὴ κατευθυνεῖ̣ οὐχὶ ἅμα τῷ ἅψασθαι αὐτῆσ ἀνεμον τὸν καύσωνα ξηρανθήσεται̣ σὺν τῷ βώλῳ ἀνατολῆσ αὐτῆσ ξηρανθήσεται. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 17:10)

    (70인역 성경, 에제키엘서 17:10)

유의어

  1. 오름

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION