Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀναμετρέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀναμετρέω

Structure: ἀνα (Prefix) + μετρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to re-measure the road, retrace one's steps to
  2. to recapitulate
  3. to measure over again, to measure carefully, take the measure of, took the measure of
  4. to measure out, pay

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀναμέτρω ἀναμέτρεις ἀναμέτρει
Dual ἀναμέτρειτον ἀναμέτρειτον
Plural ἀναμέτρουμεν ἀναμέτρειτε ἀναμέτρουσιν*
SubjunctiveSingular ἀναμέτρω ἀναμέτρῃς ἀναμέτρῃ
Dual ἀναμέτρητον ἀναμέτρητον
Plural ἀναμέτρωμεν ἀναμέτρητε ἀναμέτρωσιν*
OptativeSingular ἀναμέτροιμι ἀναμέτροις ἀναμέτροι
Dual ἀναμέτροιτον ἀναμετροίτην
Plural ἀναμέτροιμεν ἀναμέτροιτε ἀναμέτροιεν
ImperativeSingular ἀναμε͂τρει ἀναμετρεῖτω
Dual ἀναμέτρειτον ἀναμετρεῖτων
Plural ἀναμέτρειτε ἀναμετροῦντων, ἀναμετρεῖτωσαν
Infinitive ἀναμέτρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀναμετρων ἀναμετρουντος ἀναμετρουσα ἀναμετρουσης ἀναμετρουν ἀναμετρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀναμέτρουμαι ἀναμέτρει, ἀναμέτρῃ ἀναμέτρειται
Dual ἀναμέτρεισθον ἀναμέτρεισθον
Plural ἀναμετροῦμεθα ἀναμέτρεισθε ἀναμέτρουνται
SubjunctiveSingular ἀναμέτρωμαι ἀναμέτρῃ ἀναμέτρηται
Dual ἀναμέτρησθον ἀναμέτρησθον
Plural ἀναμετρώμεθα ἀναμέτρησθε ἀναμέτρωνται
OptativeSingular ἀναμετροίμην ἀναμέτροιο ἀναμέτροιτο
Dual ἀναμέτροισθον ἀναμετροίσθην
Plural ἀναμετροίμεθα ἀναμέτροισθε ἀναμέτροιντο
ImperativeSingular ἀναμέτρου ἀναμετρεῖσθω
Dual ἀναμέτρεισθον ἀναμετρεῖσθων
Plural ἀναμέτρεισθε ἀναμετρεῖσθων, ἀναμετρεῖσθωσαν
Infinitive ἀναμέτρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀναμετρουμενος ἀναμετρουμενου ἀναμετρουμενη ἀναμετρουμενης ἀναμετρουμενον ἀναμετρουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • σὺ μὲν κόμιζε τοὺσ ξένουσ μολών, τὰ δ’ ἐνθάδ’ ἡμεῖσ ὅσια φροντιούμεθα ‐ ὦ καρδία τάλαινα, πρὶν μὲν ἐσ ξένουσ γαληνὸσ ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί, ἐσ θοὑμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ, Ἕλληνασ ἄνδρασ ἡνίκ’ ἐσ χέρασ λάβοισ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 6:2)

Synonyms

  1. to recapitulate

  2. to measure out

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION