헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναλογητικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναλογητικός ἀναλογητική ἀναλογητικόν

형태분석: ἀναλογητικ (어간) + ος (어미)

  1. proportional
  2. (grammar, philosophy) of or pertaining to the Analogeticist school of thought

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀναλογητικός

(이)가

ἀναλογητική

(이)가

ἀναλογητικόν

(것)가

속격 ἀναλογητικοῦ

(이)의

ἀναλογητικῆς

(이)의

ἀναλογητικοῦ

(것)의

여격 ἀναλογητικῷ

(이)에게

ἀναλογητικῇ

(이)에게

ἀναλογητικῷ

(것)에게

대격 ἀναλογητικόν

(이)를

ἀναλογητικήν

(이)를

ἀναλογητικόν

(것)를

호격 ἀναλογητικέ

(이)야

ἀναλογητική

(이)야

ἀναλογητικόν

(것)야

쌍수주/대/호 ἀναλογητικώ

(이)들이

ἀναλογητικᾱ́

(이)들이

ἀναλογητικώ

(것)들이

속/여 ἀναλογητικοῖν

(이)들의

ἀναλογητικαῖν

(이)들의

ἀναλογητικοῖν

(것)들의

복수주격 ἀναλογητικοί

(이)들이

ἀναλογητικαί

(이)들이

ἀναλογητικά

(것)들이

속격 ἀναλογητικῶν

(이)들의

ἀναλογητικῶν

(이)들의

ἀναλογητικῶν

(것)들의

여격 ἀναλογητικοῖς

(이)들에게

ἀναλογητικαῖς

(이)들에게

ἀναλογητικοῖς

(것)들에게

대격 ἀναλογητικούς

(이)들을

ἀναλογητικᾱ́ς

(이)들을

ἀναλογητικά

(것)들을

호격 ἀναλογητικοί

(이)들아

ἀναλογητικαί

(이)들아

ἀναλογητικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τινὲσ ἀπὸ οἰήσεωσ, ὡσ οἱ Φιλαλήθεισ καὶ Ἐλεγκτικοὶ καὶ Ἀναλογητικοί· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 17:5)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , PROOIMION 17:5)

유의어

  1. proportional

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION