헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμπελουργέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀμπελουργέω

형태분석: ἀμπελουργέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to dress vines

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀμπελούργω

ἀμπελούργεις

ἀμπελούργει

쌍수 ἀμπελούργειτον

ἀμπελούργειτον

복수 ἀμπελούργουμεν

ἀμπελούργειτε

ἀμπελούργουσιν*

접속법단수 ἀμπελούργω

ἀμπελούργῃς

ἀμπελούργῃ

쌍수 ἀμπελούργητον

ἀμπελούργητον

복수 ἀμπελούργωμεν

ἀμπελούργητε

ἀμπελούργωσιν*

기원법단수 ἀμπελούργοιμι

ἀμπελούργοις

ἀμπελούργοι

쌍수 ἀμπελούργοιτον

ἀμπελουργοίτην

복수 ἀμπελούργοιμεν

ἀμπελούργοιτε

ἀμπελούργοιεν

명령법단수 ἀμπελοῦργει

ἀμπελουργεῖτω

쌍수 ἀμπελούργειτον

ἀμπελουργεῖτων

복수 ἀμπελούργειτε

ἀμπελουργοῦντων, ἀμπελουργεῖτωσαν

부정사 ἀμπελούργειν

분사 남성여성중성
ἀμπελουργων

ἀμπελουργουντος

ἀμπελουργουσα

ἀμπελουργουσης

ἀμπελουργουν

ἀμπελουργουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀμπελούργουμαι

ἀμπελούργει, ἀμπελούργῃ

ἀμπελούργειται

쌍수 ἀμπελούργεισθον

ἀμπελούργεισθον

복수 ἀμπελουργοῦμεθα

ἀμπελούργεισθε

ἀμπελούργουνται

접속법단수 ἀμπελούργωμαι

ἀμπελούργῃ

ἀμπελούργηται

쌍수 ἀμπελούργησθον

ἀμπελούργησθον

복수 ἀμπελουργώμεθα

ἀμπελούργησθε

ἀμπελούργωνται

기원법단수 ἀμπελουργοίμην

ἀμπελούργοιο

ἀμπελούργοιτο

쌍수 ἀμπελούργοισθον

ἀμπελουργοίσθην

복수 ἀμπελουργοίμεθα

ἀμπελούργοισθε

ἀμπελούργοιντο

명령법단수 ἀμπελούργου

ἀμπελουργεῖσθω

쌍수 ἀμπελούργεισθον

ἀμπελουργεῖσθων

복수 ἀμπελούργεισθε

ἀμπελουργεῖσθων, ἀμπελουργεῖσθωσαν

부정사 ἀμπελούργεισθαι

분사 남성여성중성
ἀμπελουργουμενος

ἀμπελουργουμενου

ἀμπελουργουμενη

ἀμπελουργουμενης

ἀμπελουργουμενον

ἀμπελουργουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to dress vines

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION