헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμετακίνητος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀμετακίνητος ἀμετακίνητη ἀμετακίνητον

형태분석: ἀμετακινητ (어간) + ος (어미)

  1. 굳건한, 부동의
  1. immovable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀμετακίνητος

굳건한 (이)가

ἀμετακίνήτη

굳건한 (이)가

ἀμετακίνητον

굳건한 (것)가

속격 ἀμετακινήτου

굳건한 (이)의

ἀμετακίνήτης

굳건한 (이)의

ἀμετακινήτου

굳건한 (것)의

여격 ἀμετακινήτῳ

굳건한 (이)에게

ἀμετακίνήτῃ

굳건한 (이)에게

ἀμετακινήτῳ

굳건한 (것)에게

대격 ἀμετακίνητον

굳건한 (이)를

ἀμετακίνήτην

굳건한 (이)를

ἀμετακίνητον

굳건한 (것)를

호격 ἀμετακίνητε

굳건한 (이)야

ἀμετακίνήτη

굳건한 (이)야

ἀμετακίνητον

굳건한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀμετακινήτω

굳건한 (이)들이

ἀμετακίνήτᾱ

굳건한 (이)들이

ἀμετακινήτω

굳건한 (것)들이

속/여 ἀμετακινήτοιν

굳건한 (이)들의

ἀμετακίνήταιν

굳건한 (이)들의

ἀμετακινήτοιν

굳건한 (것)들의

복수주격 ἀμετακίνητοι

굳건한 (이)들이

ἀμετακί́νηται

굳건한 (이)들이

ἀμετακίνητα

굳건한 (것)들이

속격 ἀμετακινήτων

굳건한 (이)들의

ἀμετακίνητῶν

굳건한 (이)들의

ἀμετακινήτων

굳건한 (것)들의

여격 ἀμετακινήτοις

굳건한 (이)들에게

ἀμετακίνήταις

굳건한 (이)들에게

ἀμετακινήτοις

굳건한 (것)들에게

대격 ἀμετακινήτους

굳건한 (이)들을

ἀμετακίνήτᾱς

굳건한 (이)들을

ἀμετακίνητα

굳건한 (것)들을

호격 ἀμετακίνητοι

굳건한 (이)들아

ἀμετακί́νηται

굳건한 (이)들아

ἀμετακίνητα

굳건한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ σωφρόνωσ πράττεται, ἀλλὰ καὶ ἐὰν ὁ πράττων πῶσ ἔχων πράττῃ, πρῶτον μὲν ἐὰν εἰδώσ, ἔπειτ’ ἐὰν προαιρούμενοσ, καὶ προαιρούμενοσ δι’ αὐτά, τὸ δὲ τρίτον ἐὰν καὶ βεβαίωσ καὶ ἀμετακινήτωσ ἔχων πράττῃ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 39:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 2 39:1)

유의어

  1. 굳건한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION