- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμέθυστος?

2군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: amethystos 고전 발음: [아메튀] 신약 발음: [아매튀]

기본형: ἀμέθυστος ἀμεθύστου

형태분석: ἀμεθυστ (어간) + ος (어미)

  1. 자수정
  1. (substantive) remedy for drunkenness
  2. (botany) some sort of herb
  3. (geology) amethyst

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁ στίχος ὁ τρίτος, λιγύριον, ἀχάτης καὶ ἀμέθυστος. (Septuagint, Liber Exodus 28:19)

    (70인역 성경, 탈출기 28:19)

  • καὶ ὁ στίχος ὁ τρίτος λιγύριον καὶ ἀχάτης καὶ ἀμέθυστος. (Septuagint, Liber Exodus 36:19)

    (70인역 성경, 탈출기 36:19)

  • εἰς Διόνυσον γεγλυμμένον ἐν ἀμεθύστῳ ἡ λίθος ἔστ ἀμέθυστος, ἐγὼ δ ὁ πότης Διόνυσος: (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7481)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7481)

  • κατὰ δὲ θάτερον ἄλλοι προσήρτηντο λίθοι δώδεκα, κατὰ τρεῖς εἰς τέσσαρα μέρη διῃρημένοι, σάρδιον τόπαζος σμάραγδος, ἄνθραξ ἰάσπις σάπφειρος, ἀχάτης ἀμέθυστος λιγύριον, ὄνυξ βήρυλλος χρυσόλιθος, ὧν ἐφ ἑκάστου πάλιν εἷς τῶν ἐπωνύμων ἐγέγραπτο. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 266:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 266:1)

  • ὁ πέμπτος σαρδόνυξ, ὁ ἕκτος σάρδιον, ὁ ἕβδομος χρυσόλιθος, ὁ ὄγδοος βήρυλλος, ὁ ἔνατος τοπάζιον, ὁ δέκατος χρυσόπρασος, ὁ ἑνδέκατος ὑάκινθος, ὁ δωδέκατος ἀμέθυστος: (APOKALUYIS IWANOU, chapter 19 64:1)

    (APOKALUYIS IWANOU, chapter 19 64:1)

유의어

  1. remedy for drunkenness

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION