Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀλάλητος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀλάλητος ἀλάλητη ἀλάλητον

Structure: ἀ (Prefix) + λαλητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: lale/w

Sense

  1. unutterable

Examples

  • μῆτερ ἐμή Ῥείη, Φρυγίων θρέπτειρα λεόντων, Δίνδυμον ἧσ μύσταισ οὐκ ἀπάτητον ὄροσ, σοὶ τάδε θῆλυσ Ἄλεξισ ἑῆσ οἰστρήματα λύσσησ ἄνθετο, χαλκοτύπου παυσάμενοσ μανίησ, κύμβαλά τ’ ὀξύφθογγα, βαρυφθόγγων τ’ ἀλαλητὸν αὐλῶν, οὓσ μόσχου λοξὸν ἔκαμψε κέρασ, τυμπανά τ’ ἠχήεντα, καὶ αἵματι φοινιχθέντα φάσγανα, καὶ ξανθάσ, τὰσ πρὶν ἔσεισε, κόμασ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 511)

Synonyms

  1. unutterable

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION