헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀκρεμών

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀκρεμών ἀκρεμόνος

형태분석: ἀκρεμων (어간)

어원: a)/kros

  1. 가지, 나뭇가지, 줄기
  1. bough, branch

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀκρεμών

가지가

ἀκρεμόνε

가지들이

ἀκρεμόνες

가지들이

속격 ἀκρεμόνος

가지의

ἀκρεμόνοιν

가지들의

ἀκρεμόνων

가지들의

여격 ἀκρεμόνι

가지에게

ἀκρεμόνοιν

가지들에게

ἀκρεμόσιν*

가지들에게

대격 ἀκρεμόνα

가지를

ἀκρεμόνε

가지들을

ἀκρεμόνας

가지들을

호격 ἀκρεμών

가지야

ἀκρεμόνε

가지들아

ἀκρεμόνες

가지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐστὶ δὲ τὸ δενδρίον μεγέθει μὲν πτελέησ καὶ πεύκησ οὐθέν τι μεῖον, ἀκρεμόνασ δὲ ἔχει θαμέασ καὶ δολιχοὺσ καὶ ἐπ’ ὀλίγον ἀκανθώδεασ, τὸ δὲ φύλλον τέρεν καὶ χλωρόν, τῇ φυῇ περιφερέσ, καρποφορεῖ δὲ δὶσ τοῦ ἔτεοσ, ἦρόσ τε καὶ φθινοπώρου, γλυκὺσ δὲ πάνυ ὁ καρπόσ, μέγεθοσ κατὰ φαυλίην ἐλάην καὶ τὴν σάρκα καὶ τὸ ὀστέον ταύτῃ προσείκελον, διαλλάσσον δὲ τῇ τοῦ χυμοῦ ἡδονῇ, καὶ τρώγεται ἔτι χλωρὸσ ὁ καρπόσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 624)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 624)

  • πάντασ δ’ ἀκρεμόνασ τε καὶ εὐθαλέασ ὀροδάμνουσ κέκλασμαι, πυκιναῖσ χερμάσι βαλλομένη. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 32)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 32)

  • ὃσ Πυθοῖ, κἠν Ἰσθμῷ ἐκώμασα, κἠπὶ Νέμειον Ζᾶνα, καὶ Ἀρκαδικοὺσ ἤλυθον ἀκρεμόνασ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 212)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 212)

  • τροφῇ δὲ χρῶνται τινὲσ μὲν λαμβάνοντεσ τὸν γεννώμενον ἐν τοῖσ ὕδασι καρπόν, ὃσ αὐτοφυὴσ ἀνατέλλει περί τε τὰσ λίμνασ καὶ τοὺσ ἑλώδεισ τόπουσ, τινὲσ δὲ τῆσ ἁπαλωτάτησ ὕλησ τοὺσ ἀκρεμόνασ περικλῶντεσ, οἷσ καὶ τὰ σώματα σκιάζοντεσ περὶ τὰσ μεσημβρίασ καταψύχουσιν, ἔνιοι δὲ σπείροντεσ σήσαμον καὶ λωτόν, εἰσὶ δ’ οἳ ταῖσ ῥίζαισ τῶν καλάμων ταῖσ ἁπαλωτάταισ διατρεφόμενοι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 8 6:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 8 6:1)

유의어

  1. 가지

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION