Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀκέντητος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀκέντητος

Structure: ἀκεντητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kente/w

Sense

  1. needing no goad or spur

Examples

  • νόον ὑπὸ γλυκυτάταισ ἔθηκε φροντίσιν, ὅτε παρ’ Ἀλφεῷ σύτο, δέμασ ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων, κράτει δὲ προσέμιξε δεσπόταν, Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 1 5:1)
  • ὁ πετόμενοσ ἱερὸν ἀνὰ Διὸσ αἰθέρα γοργοφόνοσ, καὶ περὶ τοῦ ἵππου Πίνδαροσ ὅτε παρ’ Ἀλφεῷ σύτο δέμασ ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων καὶ Ὅμηροσ ἐπὶ τῆσ ἱπποδρομίασ ἁρ́ματα δ’ αὖ χαλκῷ πεπυκασμένα κασσιτέρῳ τε ἵπποισ ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 10:1)

Synonyms

  1. needing no goad or spur

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION