Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄγναπτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄγναπτος ἄγναπτος ἄγναπτον

Structure: ἀ (Prefix) + γναπτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. (of cloth) not fulled or carded, new
  2. not cleansed, unwashed

Examples

  • "καὶ γὰρ ἀχύροισ σπαργανοῦντεσ αὐτὴν καὶ περιστέλλοντεσ ἱματίοισ ἀγνάπτοισ ἐπὶ πολὺν χρόνον ἄπταιστον διατηροῦσι. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 2:4)
  • "ἀγνάπτοισ δὲ τούτοισ πρὸσ τοῦτο διὰ τὴν τραχύτητα καὶ ξηρότητα τῆσ κροκύδοσ οὐκ ἐώσησ ἐπιπεσεῖν βαρὺ θοἰμάτιον οὐδὲ συνθλῖψαι τὴν χαυνότητα τῆσ χιόνοσ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 3:15)

Synonyms

  1. not cleansed

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION