헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀφοσιόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀφοσιόω

형태분석: ἀπ (접두사) + ὁσιό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to purify from guilt or pollution
  2. to purify oneself from sins of negligence, to make expiatory offerings
  3. to acquit oneself of, to quit oneself, quitting oneself of the orders

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀφοσίω

ἀφοσίοις

ἀφοσίοι

쌍수 ἀφοσίουτον

ἀφοσίουτον

복수 ἀφοσίουμεν

ἀφοσίουτε

ἀφοσίουσιν*

접속법단수 ἀφοσίω

ἀφοσίοις

ἀφοσίοι

쌍수 ἀφοσίωτον

ἀφοσίωτον

복수 ἀφοσίωμεν

ἀφοσίωτε

ἀφοσίωσιν*

기원법단수 ἀφοσίοιμι

ἀφοσίοις

ἀφοσίοι

쌍수 ἀφοσίοιτον

ἀφοσιοίτην

복수 ἀφοσίοιμεν

ἀφοσίοιτε

ἀφοσίοιεν

명령법단수 ἀφοσῖου

ἀφοσιοῦτω

쌍수 ἀφοσίουτον

ἀφοσιοῦτων

복수 ἀφοσίουτε

ἀφοσιοῦντων, ἀφοσιοῦτωσαν

부정사 ἀφοσίουν

분사 남성여성중성
ἀφοσιων

ἀφοσιουντος

ἀφοσιουσα

ἀφοσιουσης

ἀφοσιουν

ἀφοσιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀφοσίουμαι

ἀφοσίοι

ἀφοσίουται

쌍수 ἀφοσίουσθον

ἀφοσίουσθον

복수 ἀφοσιοῦμεθα

ἀφοσίουσθε

ἀφοσίουνται

접속법단수 ἀφοσίωμαι

ἀφοσίοι

ἀφοσίωται

쌍수 ἀφοσίωσθον

ἀφοσίωσθον

복수 ἀφοσιώμεθα

ἀφοσίωσθε

ἀφοσίωνται

기원법단수 ἀφοσιοίμην

ἀφοσίοιο

ἀφοσίοιτο

쌍수 ἀφοσίοισθον

ἀφοσιοίσθην

복수 ἀφοσιοίμεθα

ἀφοσίοισθε

ἀφοσίοιντο

명령법단수 ἀφοσίου

ἀφοσιοῦσθω

쌍수 ἀφοσίουσθον

ἀφοσιοῦσθων

복수 ἀφοσίουσθε

ἀφοσιοῦσθων, ἀφοσιοῦσθωσαν

부정사 ἀφοσίουσθαι

분사 남성여성중성
ἀφοσιουμενος

ἀφοσιουμενου

ἀφοσιουμενη

ἀφοσιουμενης

ἀφοσιουμενον

ἀφοσιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸν δὲ λίθον ἀπὸ τούτου οὐ καθαρὸν νομίζοντεσ ἀφωσιοῦντο. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 2 1:3)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 2 1:3)

  • τὸν δὲ λίθον ἀπὸ τούτου καθαρὸν οὐ νομίζοντεσ ἀφωσιοῦντο. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 2 2:2)

    (플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 2 2:2)

  • πότερον, ὡσ οἱ Πυθαγορικοὶ, τοὺσ μὲν κυάμουσ ἀφωσιοῦντο διὰ τὰσ λεγομένασ αἰτίασ, τὸν δὲ λάθυρον καὶ τὸν ἐρέβινθον ὡσ παρωνύμουσ τοῦ ἐρέβουσ καὶ τῆσ λήθησ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 952)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 952)

  • πότερον, ὡσ οἱ Πυθαγορικοὶ τοὺσ μὲν κυάμουσ ἀφωσιοῦντο διὰ τὰσ λεγομένασ αἰτίασ, τὸν δὲ λάθυρον καὶ τὸν ἐρέβινθον ὡσ παρωνύμουσ τοῦ ἐρέβουσ καὶ τῆσ λήθησ· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 951)

    (플루타르코스, Quaestiones Romanae, section 951)

유의어

  1. to purify oneself from sins of negligence

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION