Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀφομοιόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀφομοιόω

Structure: ἀπ (Prefix) + ὁμοιό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make like, to compare, to be or become like
  2. to pourtray, copy

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφομοίω ἀφομοίοις ἀφομοίοι
Dual ἀφομοίουτον ἀφομοίουτον
Plural ἀφομοίουμεν ἀφομοίουτε ἀφομοίουσιν*
SubjunctiveSingular ἀφομοίω ἀφομοίοις ἀφομοίοι
Dual ἀφομοίωτον ἀφομοίωτον
Plural ἀφομοίωμεν ἀφομοίωτε ἀφομοίωσιν*
OptativeSingular ἀφομοίοιμι ἀφομοίοις ἀφομοίοι
Dual ἀφομοίοιτον ἀφομοιοίτην
Plural ἀφομοίοιμεν ἀφομοίοιτε ἀφομοίοιεν
ImperativeSingular ἀφομοῖου ἀφομοιοῦτω
Dual ἀφομοίουτον ἀφομοιοῦτων
Plural ἀφομοίουτε ἀφομοιοῦντων, ἀφομοιοῦτωσαν
Infinitive ἀφομοίουν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφομοιων ἀφομοιουντος ἀφομοιουσα ἀφομοιουσης ἀφομοιουν ἀφομοιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀφομοίουμαι ἀφομοίοι ἀφομοίουται
Dual ἀφομοίουσθον ἀφομοίουσθον
Plural ἀφομοιοῦμεθα ἀφομοίουσθε ἀφομοίουνται
SubjunctiveSingular ἀφομοίωμαι ἀφομοίοι ἀφομοίωται
Dual ἀφομοίωσθον ἀφομοίωσθον
Plural ἀφομοιώμεθα ἀφομοίωσθε ἀφομοίωνται
OptativeSingular ἀφομοιοίμην ἀφομοίοιο ἀφομοίοιτο
Dual ἀφομοίοισθον ἀφομοιοίσθην
Plural ἀφομοιοίμεθα ἀφομοίοισθε ἀφομοίοιντο
ImperativeSingular ἀφομοίου ἀφομοιοῦσθω
Dual ἀφομοίουσθον ἀφομοιοῦσθων
Plural ἀφομοίουσθε ἀφομοιοῦσθων, ἀφομοιοῦσθωσαν
Infinitive ἀφομοίουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀφομοιουμενος ἀφομοιουμενου ἀφομοιουμενη ἀφομοιουμενης ἀφομοιουμενον ἀφομοιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • λοιπὸν δ’ ἂν εἰή αὐτὸν τὸν νόμον λέγειν τε καὶ ᾅδειν, ὁποίῳ μάλιστα ἀφομοιοῦμεν εἰκάσματι τὰσ ἐπιθυμίασ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 5:2)
  • οὓσ δὴ ἀφομοιοῦμεν κηφῆσι, τοὺσ μὲν κέντρα ἔχουσι, τοὺσ δὲ ἀκέντροισ. (Plato, Republic, book 8 455:2)

Synonyms

  1. to make like

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION