Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀειδής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀειδής ἀειδές

Structure: ἀειδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. without form, incorporeal

Examples

  • ἐγνώκει γὰρ ὁ Γάϊοσ, ὡσ ἐοίκε, τὴν τεκοῦσαν αὐτὸν ἔτι μειράκιον ὢν οὐκ ἀειδῆ τὴν ὄψιν οὖσαν, ἐκ δ’ ἀκεστρίασ ἐπιμισθίου Καλλίστῳ, Καίσαροσ ἀπελευθέρῳ, γεγενημένην. (Plutarch, Galba, chapter 9 1:2)
  • εἰσ αἰῶνασ, Ὅμηρε, καὶ ἐξ αἰῶνοσ ἀείδῃ, οὐρανίησ Μούσησ δόξαν ἀειράμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 3001)
  • τύμβον Ἀλεξάνδροιο Μακηδόνοσ ἤν τισ ἀείδῃ, ἠπείρουσ κείνου σῆμα λέγ’ ἀμφοτέρασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2401)
  • ὡσ δ’ ὅτ’ ἀοιδὸν ἀνὴρ ποτιδέρκεται, ὅσ τε θεῶν ἒξ ἀείδει δεδαὼσ ἔπε’ ἱμερόεντα βροτοῖσι, τοῦ δ’ ἄμοτον μεμάασιν ἀκουέμεν, ὁππότ’ ἀείδῃ· (Homer, Odyssey, Book 17 75:6)

Synonyms

  1. without form

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION