Ancient Greek-English Dictionary Language

Πυλαγορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: Πυλαγορέω

Structure: Πυλαγορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be or act as a *pulago/ras

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular Πυλαγόρω Πυλαγόρεις Πυλαγόρει
Dual Πυλαγόρειτον Πυλαγόρειτον
Plural Πυλαγόρουμεν Πυλαγόρειτε Πυλαγόρουσιν*
SubjunctiveSingular Πυλαγόρω Πυλαγόρῃς Πυλαγόρῃ
Dual Πυλαγόρητον Πυλαγόρητον
Plural Πυλαγόρωμεν Πυλαγόρητε Πυλαγόρωσιν*
OptativeSingular Πυλαγόροιμι Πυλαγόροις Πυλαγόροι
Dual Πυλαγόροιτον Πυλαγοροίτην
Plural Πυλαγόροιμεν Πυλαγόροιτε Πυλαγόροιεν
ImperativeSingular Πυλαγο͂ρει Πυλαγορεῖτω
Dual Πυλαγόρειτον Πυλαγορεῖτων
Plural Πυλαγόρειτε Πυλαγοροῦντων, Πυλαγορεῖτωσαν
Infinitive Πυλαγόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
Πυλαγορων Πυλαγορουντος Πυλαγορουσα Πυλαγορουσης Πυλαγορουν Πυλαγορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular Πυλαγόρουμαι Πυλαγόρει, Πυλαγόρῃ Πυλαγόρειται
Dual Πυλαγόρεισθον Πυλαγόρεισθον
Plural Πυλαγοροῦμεθα Πυλαγόρεισθε Πυλαγόρουνται
SubjunctiveSingular Πυλαγόρωμαι Πυλαγόρῃ Πυλαγόρηται
Dual Πυλαγόρησθον Πυλαγόρησθον
Plural Πυλαγορώμεθα Πυλαγόρησθε Πυλαγόρωνται
OptativeSingular Πυλαγοροίμην Πυλαγόροιο Πυλαγόροιτο
Dual Πυλαγόροισθον Πυλαγοροίσθην
Plural Πυλαγοροίμεθα Πυλαγόροισθε Πυλαγόροιντο
ImperativeSingular Πυλαγόρου Πυλαγορεῖσθω
Dual Πυλαγόρεισθον Πυλαγορεῖσθων
Plural Πυλαγόρεισθε Πυλαγορεῖσθων, Πυλαγορεῖσθωσαν
Infinitive Πυλαγόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
Πυλαγορουμενος Πυλαγορουμενου Πυλαγορουμενη Πυλαγορουμενης Πυλαγορουμενον Πυλαγορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION