Ancient Greek-English Dictionary Language

Διϊπετής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: Διϊπετής Διϊπετές

Structure: Διϊπετη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pe/tomai

Sense

  1. hovering in air

Examples

  • ἐπιεικῶσ δὲ ταῖσ μεγάλαισ μάχαισ ἐξαισίουσ ὑετοὺσ ἐπικαταρρήγνυσθαι λέγουσιν, εἴτε δαιμονίου τινὸσ τὴν γῆν καθαροῖσ καὶ διιπετέσιν ἁγνίζοντοσ ὕδασι καὶ κατακλύζοντοσ, εἴτε τοῦ φόνου καὶ τῆσ σηπεδόνοσ ἐξανιείσησ ὑγρὰν καὶ βαρεῖαν ἀναθυμίασιν, ἣ τὸν ἀέρα συνίστησιν εὔτρεπτον ὄντα καὶ ῥᾴδιον μεταβάλλειν ἀπὸ σμικροτάτησ ἐπὶ πλεῖστον ἀρχῆσ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 21 4:1)

Synonyms

  1. hovering in air

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION