헬라어 단어 색인 Language

'1군 변화 명사'에 속하는 헬라어 단어 (4084)

συνδικαστής
(명사), a fellow-dicast or juryman
συνδρομή
(명사), ##결론, 끝, 마무리
συνεδρεία
(명사),
συνεδρία
(명사), ##위원회, 자문기관
συνεμβολή
(명사), ##아귀, 교차로, 결합
συνεπιμελητής
(명사), a coadjutor
συνεραστής
(명사), a joint lover
συνεργάτης
(명사), a fellow-workman, helpmate, coadjutor, an accomplice or assistant in
συνεργατίνης
(명사),
συνεργήτης
(명사),
συνεργία
(명사), 협력, 공모, 결탁, 연맹, 연합
συνευνέτης
(명사), 남편, 남, 양반, 결혼한 남성
συνέχεια
(명사), continuity##connexion or sequence
συνηγορία
(명사), 원인, 이유, 근원, 까닭, 탓
συνήθεια
(명사), 사회, 아는 사람, 서클, 지식, 교제##습관, 관습, 풍습, 양식, 버릇##
συνηλυσίη
(명사), 회의, 만남, 집합
συνημερευτής
(명사), a daily companion
συνημοσύνη
(명사), agreements, covenants, solemn promises
συνθεατής
(명사), a fellow-spectator
συνθεσία
(명사), 계약, 협정, 조약
συνθήκη
(명사), ##대회, 동의, 약속, 습관
συνθηρατής
(명사), one who joins in quest of
συνθηρευτής
(명사),
συνθιασώτης
(명사), 동료, 동무, 녀석, 동지
συνναυβάτης
(명사), a shipmate
συνναύτης
(명사), a shipmate
συνοδία
(명사), ##대상, 호송, 캐러밴
συνοδίτης
(명사), the member of a su/nodos
συνοδοιπορία
(명사), a travelling together
συνοικία
(명사), ##정착, 확립, 틀, 홍보####별채

SEARCH

MENU NAVIGATION