헬라어 단어 색인 Language

'3군 변화 형용사'에 속하는 헬라어 단어 (2027)

κοιλοχείλης
(형용사), hollow-rimmed
κοιλώδης
(형용사), hollow-like, cavernous
κοιλωπής
(형용사), hollow-eyed
κοιμιστής
(형용사), one who puts to bed
κοινολεχής
(형용사), a paramour
κοινόπους
(형용사), of common foot, of persons all together
κοινοφιλής
(형용사), loving in common
κοινόφρων
(형용사), like-minded with
κοιρανίδης
(형용사),
κολπώδης
(형용사), embosomed, embayed
κομήτης
(형용사), ##깃털이 난, 풀이 많은, 풀의##
κομιστής
(형용사), one who takes care of##a bringer, conductor
κομποφακελορρήμων
(형용사), pomp-bundle-worded
κομπώδης
(형용사), 화려한, 허세를 부리는
κομψοπρεπής
(형용사), dainty-seeming
κοσμιότης
(형용사), propriety, decorum, orderly behaviour
κοσμοκόμης
(형용사), dressing the hair
κραταίπους
(형용사), stout-footed
κρατεραίχμης
(형용사), mighty with the spear
κρατερόφρων
(형용사), 겁없는, 대담한
κρατησίπους
(형용사), victorious in the foot-race
Κραυγασίδης
(형용사), son of a croaker
κρείσσων
(형용사),  ##나은, 더 좋게, 더 잘, 뛰어난##나은, 더 좋게, 더 잘, 뛰어난##더 나쁜, 더 나쁘게, 더 심하게, 더 열등한, 과도한##주인, 대가, 통치자, 선생님##나은, 더 좋게, 더 잘
κρείττων
(형용사), 더 좋은, 강한
κρημνώδης
(형용사), 가파른, 급경사의
κριβανίτης
(형용사), baked in a pan, a loaf so baked
κροκοβαφής
(형용사), 병약한, 병에 걸린, 병이 많은
Κρονίδης
(형용사), son of Cronus
κρυμώδης
(형용사), 차가운, 얼어 붙은, 동결된
κυαναυγής
(형용사), dark-gleaming

SEARCH

MENU NAVIGATION