헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέλαν
(명사), 잉크
μέλας
(형용사), 어두운, 까만, 음침한##어두운, 까만, 음침한, 진한##어두운, 애매한, 불명료한##애매한, 불명료한##
μελάναιγις
(명사), with dark aegis
μελαναυγής
(형용사), dark-gleaming
μελάνδετος
(형용사), bound or mounted with black, an iron-rimmed
μελανδόκος
(형용사), holding ink
μελανείμων
(형용사), black-clad, of the black-robed ones
μελανέω
(),
μελανία
(명사), blackness: a black cloud
μελανοκάρδιος
(형용사), black-hearted
μελανόμματος
(형용사), black-eyed
μελανονεκυοείμων
(형용사), clad in black death-clothes
μελανόπτερος
(형용사), black-winged
μελανοπτέρυξ
(),
μελάνοσσος
(형용사), black-eyed
μελάνοστος
(형용사), black-boned
μελάνουρος
(명사), the black-tail
μελανόχρους
(형용사),
μελανόχρως
(명사),
μελαντειχής
(형용사), black-walled
μελάντερος
(형용사),

SEARCH

MENU NAVIGATION