헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δραπετεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δραπετεύω δραπετεύσω

형태분석: δραπετεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from dra_pe/ths

  1. 도망가다, 늘어뜨리다, 튀다, 탈출하다
  1. to run away, from, will skulk

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δραπετεύω

(나는) 도망간다

δραπετεύεις

(너는) 도망간다

δραπετεύει

(그는) 도망간다

쌍수 δραπετεύετον

(너희 둘은) 도망간다

δραπετεύετον

(그 둘은) 도망간다

복수 δραπετεύομεν

(우리는) 도망간다

δραπετεύετε

(너희는) 도망간다

δραπετεύουσιν*

(그들은) 도망간다

접속법단수 δραπετεύω

(나는) 도망가자

δραπετεύῃς

(너는) 도망가자

δραπετεύῃ

(그는) 도망가자

쌍수 δραπετεύητον

(너희 둘은) 도망가자

δραπετεύητον

(그 둘은) 도망가자

복수 δραπετεύωμεν

(우리는) 도망가자

δραπετεύητε

(너희는) 도망가자

δραπετεύωσιν*

(그들은) 도망가자

기원법단수 δραπετεύοιμι

(나는) 도망가기를 (바라다)

δραπετεύοις

(너는) 도망가기를 (바라다)

δραπετεύοι

(그는) 도망가기를 (바라다)

쌍수 δραπετεύοιτον

(너희 둘은) 도망가기를 (바라다)

δραπετευοίτην

(그 둘은) 도망가기를 (바라다)

복수 δραπετεύοιμεν

(우리는) 도망가기를 (바라다)

δραπετεύοιτε

(너희는) 도망가기를 (바라다)

δραπετεύοιεν

(그들은) 도망가기를 (바라다)

명령법단수 δραπέτευε

(너는) 도망가라

δραπετευέτω

(그는) 도망가라

쌍수 δραπετεύετον

(너희 둘은) 도망가라

δραπετευέτων

(그 둘은) 도망가라

복수 δραπετεύετε

(너희는) 도망가라

δραπετευόντων, δραπετευέτωσαν

(그들은) 도망가라

부정사 δραπετεύειν

도망가는 것

분사 남성여성중성
δραπετευων

δραπετευοντος

δραπετευουσα

δραπετευουσης

δραπετευον

δραπετευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δραπετεύομαι

(나는) 도망가여진다

δραπετεύει, δραπετεύῃ

(너는) 도망가여진다

δραπετεύεται

(그는) 도망가여진다

쌍수 δραπετεύεσθον

(너희 둘은) 도망가여진다

δραπετεύεσθον

(그 둘은) 도망가여진다

복수 δραπετευόμεθα

(우리는) 도망가여진다

δραπετεύεσθε

(너희는) 도망가여진다

δραπετεύονται

(그들은) 도망가여진다

접속법단수 δραπετεύωμαι

(나는) 도망가여지자

δραπετεύῃ

(너는) 도망가여지자

δραπετεύηται

(그는) 도망가여지자

쌍수 δραπετεύησθον

(너희 둘은) 도망가여지자

δραπετεύησθον

(그 둘은) 도망가여지자

복수 δραπετευώμεθα

(우리는) 도망가여지자

δραπετεύησθε

(너희는) 도망가여지자

δραπετεύωνται

(그들은) 도망가여지자

기원법단수 δραπετευοίμην

(나는) 도망가여지기를 (바라다)

δραπετεύοιο

(너는) 도망가여지기를 (바라다)

δραπετεύοιτο

(그는) 도망가여지기를 (바라다)

쌍수 δραπετεύοισθον

(너희 둘은) 도망가여지기를 (바라다)

δραπετευοίσθην

(그 둘은) 도망가여지기를 (바라다)

복수 δραπετευοίμεθα

(우리는) 도망가여지기를 (바라다)

δραπετεύοισθε

(너희는) 도망가여지기를 (바라다)

δραπετεύοιντο

(그들은) 도망가여지기를 (바라다)

명령법단수 δραπετεύου

(너는) 도망가여져라

δραπετευέσθω

(그는) 도망가여져라

쌍수 δραπετεύεσθον

(너희 둘은) 도망가여져라

δραπετευέσθων

(그 둘은) 도망가여져라

복수 δραπετεύεσθε

(너희는) 도망가여져라

δραπετευέσθων, δραπετευέσθωσαν

(그들은) 도망가여져라

부정사 δραπετεύεσθαι

도망가여지는 것

분사 남성여성중성
δραπετευομενος

δραπετευομενου

δραπετευομενη

δραπετευομενης

δραπετευομενον

δραπετευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δραπετεύσω

(나는) 도망가겠다

δραπετεύσεις

(너는) 도망가겠다

δραπετεύσει

(그는) 도망가겠다

쌍수 δραπετεύσετον

(너희 둘은) 도망가겠다

δραπετεύσετον

(그 둘은) 도망가겠다

복수 δραπετεύσομεν

(우리는) 도망가겠다

δραπετεύσετε

(너희는) 도망가겠다

δραπετεύσουσιν*

(그들은) 도망가겠다

기원법단수 δραπετεύσοιμι

(나는) 도망가겠기를 (바라다)

δραπετεύσοις

(너는) 도망가겠기를 (바라다)

δραπετεύσοι

(그는) 도망가겠기를 (바라다)

쌍수 δραπετεύσοιτον

(너희 둘은) 도망가겠기를 (바라다)

δραπετευσοίτην

(그 둘은) 도망가겠기를 (바라다)

복수 δραπετεύσοιμεν

(우리는) 도망가겠기를 (바라다)

δραπετεύσοιτε

(너희는) 도망가겠기를 (바라다)

δραπετεύσοιεν

(그들은) 도망가겠기를 (바라다)

부정사 δραπετεύσειν

도망갈 것

분사 남성여성중성
δραπετευσων

δραπετευσοντος

δραπετευσουσα

δραπετευσουσης

δραπετευσον

δραπετευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δραπετεύσομαι

(나는) 도망가여지겠다

δραπετεύσει, δραπετεύσῃ

(너는) 도망가여지겠다

δραπετεύσεται

(그는) 도망가여지겠다

쌍수 δραπετεύσεσθον

(너희 둘은) 도망가여지겠다

δραπετεύσεσθον

(그 둘은) 도망가여지겠다

복수 δραπετευσόμεθα

(우리는) 도망가여지겠다

δραπετεύσεσθε

(너희는) 도망가여지겠다

δραπετεύσονται

(그들은) 도망가여지겠다

기원법단수 δραπετευσοίμην

(나는) 도망가여지겠기를 (바라다)

δραπετεύσοιο

(너는) 도망가여지겠기를 (바라다)

δραπετεύσοιτο

(그는) 도망가여지겠기를 (바라다)

쌍수 δραπετεύσοισθον

(너희 둘은) 도망가여지겠기를 (바라다)

δραπετευσοίσθην

(그 둘은) 도망가여지겠기를 (바라다)

복수 δραπετευσοίμεθα

(우리는) 도망가여지겠기를 (바라다)

δραπετεύσοισθε

(너희는) 도망가여지겠기를 (바라다)

δραπετεύσοιντο

(그들은) 도망가여지겠기를 (바라다)

부정사 δραπετεύσεσθαι

도망가여질 것

분사 남성여성중성
δραπετευσομενος

δραπετευσομενου

δραπετευσομενη

δραπετευσομενης

δραπετευσομενον

δραπετευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδραπέτευον

(나는) 도망가고 있었다

ἐδραπέτευες

(너는) 도망가고 있었다

ἐδραπέτευεν*

(그는) 도망가고 있었다

쌍수 ἐδραπετεύετον

(너희 둘은) 도망가고 있었다

ἐδραπετευέτην

(그 둘은) 도망가고 있었다

복수 ἐδραπετεύομεν

(우리는) 도망가고 있었다

ἐδραπετεύετε

(너희는) 도망가고 있었다

ἐδραπέτευον

(그들은) 도망가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδραπετευόμην

(나는) 도망가여지고 있었다

ἐδραπετεύου

(너는) 도망가여지고 있었다

ἐδραπετεύετο

(그는) 도망가여지고 있었다

쌍수 ἐδραπετεύεσθον

(너희 둘은) 도망가여지고 있었다

ἐδραπετευέσθην

(그 둘은) 도망가여지고 있었다

복수 ἐδραπετευόμεθα

(우리는) 도망가여지고 있었다

ἐδραπετεύεσθε

(너희는) 도망가여지고 있었다

ἐδραπετεύοντο

(그들은) 도망가여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὖθισ εἰσ τὴν γῆν, ἵν’ ἐξελαυνομένη πρὸσ αὐτῶν δραπετεύω πάλιν ἐκ τοῦ βίου τὴν Ἀδικίαν ἐπιγελῶσαν οὐ φέρουσα; (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 5:1)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 5:1)

  • δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 479:3)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 479:3)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION