헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χρεωφειλέτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χρεωφειλέτης χρεωφειλέτου

형태분석: χρεωφειλετ (어간) + ης (어미)

어원: o)fei/lw

  1. 채무자
  1. a debtor, one in debt

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χρεωφειλέτης

채무자가

χρεωφειλέτᾱ

채무자들이

χρεωφειλέται

채무자들이

속격 χρεωφειλέτου

채무자의

χρεωφειλέταιν

채무자들의

χρεωφειλετῶν

채무자들의

여격 χρεωφειλέτῃ

채무자에게

χρεωφειλέταιν

채무자들에게

χρεωφειλέταις

채무자들에게

대격 χρεωφειλέτην

채무자를

χρεωφειλέτᾱ

채무자들을

χρεωφειλέτᾱς

채무자들을

호격 χρεωφειλέτα

채무자야

χρεωφειλέτᾱ

채무자들아

χρεωφειλέται

채무자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἰ μὴ ρήξασ αὐτὴν ἀπέδωκα, οὐθὲν λαβὼν παρὰ χρεωφειλέτου. (Septuagint, Liber Iob 31:37)

    (70인역 성경, 욥기 31:37)

  • δανειστοῦ καὶ χρεωφειλέτου ἀλλήλοισ συνελθόντων, ἐπισκοπὴν ἀμφοτέρων ποιεῖται ὁ Κύριοσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 29:13)

    (70인역 성경, 잠언 29:13)

  • τὰ δὲ αὐτόθι στρατεύματα, καὶ πάλαι πρὸσ αὐτὸν εὐνόωσ ἔχοντα καὶ νῦν ἑνὸσ ἐξηρτημένα μόνου, διὰ τὸ τῆσ δωρεᾶσ μέγεθοσ εὐεργέτην ἐκεῖνον ἡγεῖσθαι, Γάλβαν δὲ χρεωφειλέτην. (Plutarch, Galba, chapter 8 1:2)

    (플루타르코스, Galba, chapter 8 1:2)

  • θέμενοσ δὲ τὰ τοῦ πολέμου καλῶσ, οὐ χεῖρον ἐβράβευε τὰ Τῆσ εἰρήνησ, ὁμόνοιάν τε ταῖσ πόλεσι καθιστὰσ, καὶ μάλιστα τὰσ τῶν χρεωφειλετῶν καὶ δανειστῶν ἰώμενοσ διαφοράσ. (Plutarch, Caesar, chapter 12 1:2)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 12 1:2)

  • τὸ δὲ τρίτον καὶ μέγιστον, ἔταξε τῶν τοῦ χρεωφειλέτου προσόδων τὴν τετάρτην μερίδα καρποῦσθαι τὸν δανειστήν ὁ δὲ τόκον κεφαλαίῳ συνάψασ ἐστέρητο τοῦ παντόσ· (Plutarch, Lucullus, chapter 20 3:4)

    (플루타르코스, Lucullus, chapter 20 3:4)

유의어

  1. 채무자

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION