헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χλευασία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χλευασία

형태분석: χλευασι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from xleua/zw

  1. 조소, 경멸, 비웃음
  1. mockery, scoffing

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χλευασία

조소가

χλευασίᾱ

조소들이

χλευασίαι

조소들이

속격 χλευασίᾱς

조소의

χλευασίαιν

조소들의

χλευασιῶν

조소들의

여격 χλευασίᾱͅ

조소에게

χλευασίαιν

조소들에게

χλευασίαις

조소들에게

대격 χλευασίᾱν

조소를

χλευασίᾱ

조소들을

χλευασίᾱς

조소들을

호격 χλευασίᾱ

조소야

χλευασίᾱ

조소들아

χλευασίαι

조소들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φύσει γὰρ τοιοῦτόν ἐστιν ὁ πολὺσ λεώσ, ’ χαίρουσι τοῖσ ἀποσκώπτουσιν καὶ λοιδορουμένοισ, καὶ μάλισθ’ ὅταν τὰ σεμνότατα εἶναι δοκοῦντα διασύρηται, ὥσπερ ἀμέλει καὶ πάλαι ἔχαιρον Ἀριστοφάνει καὶ Εὐπόλιδι Σωκράτη τουτονὶ ἐπὶ χλευασίᾳ παράγουσιν ἐπὶ τὴν σκηνὴν καὶ κωμῳδοῦσιν ἀλλοκότουσ τινὰσ περὶ αὐτοῦ κωμῳδίασ. (Lucian, Piscator, (no name) 25:4)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 25:4)

  • οἱᾶ δὲ χιτῶνα ἔχοντοσ αὐτοῦ ποδήρη καὶ πεπλεγμένησ ἐσ εὐπρεπέσ οἱ τῆσ κόμησ, ὡσ ἐγίνετο κατὰ τὸν τοῦ Δελφινίου ναόν, οἱ τὴν στέγην οἰκοδομοῦντεσ ἤροντο σὺν χλευασίᾳ, ὅ τι δὴ παρθένοσ ἐν ὡρ́ᾳ γάμου πλανᾶται μόνη· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 19 2:4)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 19 2:4)

  • οὗτοσ ὁ Γάλλοσ ἐσ τὸ Ἑλληνικὸν πολλὰ μὲν εἶπε, πολλὰ δὲ καὶ ἔπραξεν ὑπερήφανα, Λακεδαιμονίουσ δὲ καὶ Ἀργείουσ τὸ παράπαν ἔθετο ἐν χλευασίᾳ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 11 2:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 11 2:3)

유의어

  1. 조소

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION